Skip to main content
Χρόνος Ανάγνωσης 13 Λεπτά

Χρήστος Αλαβέρας / ΡΟ-Ζ-ΟΡΙ-Ο / Μολύβι σε χαρτί / 2022

Ορισμένες σκέψεις και προβληματισμοί με αφορμή τη συζήτηση γύρω από τη συμμετοχή των γυναικών στην έρευνα, την προσπάθεια μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ των φύλων στον τομέα αυτό αλλά και το λεγόμενο “φαινόμενο της γυάλινης οροφής” (glass ceiling), της συσσώρευσης, δηλαδή, των γυναικών στις χαμηλές βαθμίδες της ιεραρχίας.

Η ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ

“Μα υπάρχει σήμερα ανισοτιμία;” θα αναρωτηθεί κανείς, αφού πλέον έχει αλλάξει η θέση της γυναίκας μέσα στην οικογένεια, έχει αλλάξει αρκετά και η συμπεριφορά των ανδρών, η γυναίκα εργάζεται ακόμα και σε ανδροκρατούμενους κλάδους. Τελικά έχουν κατακτήσει οι γυναίκες την ισοτιμία και τα δικαιώματά τους;

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία της Eurostat για το 2021, στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), στην ηλικιακή ομάδα 20-64, το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται ανέρχεται σε 67,7% έναντι 78,5% για τους άντρες, δηλαδή το χάσμα απασχόλησης ως προς το φύλο στην αγορά εργασίας αγγίζει τις 10,8 ποσοστιαίες μονάδες [1].  Σε σχέση με το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων, στην ΕΕ, κατά μέσο όρο, το 2016 η αμοιβή των γυναικών ήταν κατά 16% χαμηλότερη από των ανδρών [2] ενώ το 2018 το χάσμα ανερχόταν σε 19,8% [1]. Αντίστοιχα, το χάσμα συντάξεων ανερχόταν το 2021 σε 27,7% στην ΕΕ [1]. Επίσης “oι στατιστικές δείχνουν ότι οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται σε θέσεις λήψης αποφάσεων στην πολιτική και στις επιχειρήσεις, και η αµοιβή τους εξακολουθεί να είναι κατά 16 % χαµηλότερη από την αµοιβή των ανδρών στην ΕΕ. Η βία και η παρενόχληση µε βάση το φύλο παραµένουν ευρέως διαδεδοµένα φαινόµενα” [2].

Στην Ελλάδα, το χάσμα απασχόλησης φτάνει τις 19,8 ποσοστιαίες μονάδες με μόλις 52,7% των γυναικών στην ηλικιακή ομάδα 20-64 να εργάζονται σε σχέση με 72,5% των ανδρών [1]. Και στη χώρα μας, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και του ΟΑΕΔ, παρότι τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, τα πρωτεία στην ανεργία τα κρατούν σταθερά οι γυναίκες, που αποτελούν το 60% περίπου των εγγεγραμμένων ανέργων (έναντι 40% των ανδρών). Μάλιστα, η πραγματική εικόνα είναι ακόμα χειρότερη, αφού η ΕΛΣΤΑΤ εξαιρεί από τους ανέργους ακόμα και εκείνους που έχουν δουλέψει έστω και μία μόνο ώρα την εβδομάδα της καταγραφής! Επιπλέον, οι γυναίκες, έχουν σημαντικά μικρότερους μισθούς από αυτούς των ανδρών: το 2015 είχαν κατά 15% και το 2018 κατά 10,4% μικρότερους μισθούς από τους άνδρες [1]. Με βάση στοιχεία του ΕΦΚΑ για το 2019 οι γυναίκες με μισθό κάτω των 500 ευρώ είναι το 25% του συνόλου, ενώ οι άνδρες το 20%. Γενικά, καταγράφεται αυξημένη εκπροσώπηση των γυναικών σε χαμηλά αμειβόμενους κλάδους, σε θέσεις εργασίας χαμηλής ειδίκευσης και συχνά με μικρότερο ωράριο εργασίας, αλλά και μεγαλύτερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας των γυναικών.

Επίσης, όπως σημειώνεται σε μελέτη για το δημογραφικό πρόβλημα [1], “πολύ περισσότερες γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες επιλέγουν να πάρουν διάφορες μορφές γονικής άδειας ή ακόμη και να βγουν από την αγορά εργασίας είτε για κάποιο διάστημα είτε πιο μόνιμα, λόγω των αυξημένων αναγκών ανατροφής παιδιών μετά τη γέννα, με αποτέλεσμα να έχουν χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας, χαμηλότερες αποδοχές κατά τη διάρκεια της ζωής τους αλλά και χαμηλότερες συντάξεις (το φαινόμενο είναι γνωστό και ως ποινή της μητρότητας (motherhood penalty)). Σε όλη την ΕΕ, οι γυναίκες με μικρά παιδιά (έως 6 ετών) συμμετέχουν σε μικρότερο βαθμό στην αγορά εργασίας σε σχέση με τους άνδρες, ενώ στην Ελλάδα η διαφορά είναι πολύ πιο έντονη, με το ποσοστό απασχόλησης γυναικών ηλικίας 25-54 με παιδιά έως 6 ετών να φτάνει μόλις το 58,4% σε σύγκριση με 89,4% για τους άνδρες και 70,4% για το μέσο όρο των γυναικών στην ΕΕ. Επιπλέον, οι γυναίκες με μικρά παιδιά είναι πολύ πιο πιθανό να εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης συγκριτικά με τους άνδρες [1].

Διάγραμμα 1: Ποσοστά απασχόλησης ανά φύλο, ηλικίες 25-54 με παιδιά έως 6 ετών, 2020 (Πηγή: Eurostat [1])

Σε ότι αφορά τις συντάξεις, οι γυναίκες είχαν το 2015 κατά 35% μικρότερες συντάξεις από τους άνδρες, ενώ το 2021 το χάσμα στις συντάξεις μειώνεται σε περίπου 25%, μείωση που οφείλεται κυρίως στις ευρείες περικοπές συντάξεων κατά την τελευταία δεκαετία, οι οποίες επηρέασαν περισσότερο όσους λάμβαναν μεγάλες συντάξεις (δηλαδή περισσότερο τους άνδρες) [1].

Διάγραμμα 2: Χάσμα συντάξεων με βάση το φύλο, 2011-2020  (Πηγή: Eurostat [1])

Ο ΧΩΡΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

“Μήπως όμως στο χώρο της έρευνας τα πράγματα είναι διαφορετικά; Μιας και ο κλάδος βρίσκεται στην αιχμή των επιστημονικών εξελίξεων και οι εργαζόμενοι σε αυτόν είναι επιστημονικά εξειδικευμένοι, μήπως αυτό αναιρεί την ύπαρξη της γυναικείας ανισοτιμίας;” μπορεί κάποιος να σκεφτεί.. Ας δούμε ορισμένες πλευρές για το τι ισχύει σήμερα στο χώρο και ποια είναι η κατάσταση που βιώνει η εργαζόμενη στην έρευνα, ξεκινώντας με ορισμένα στοιχεία για την απασχόληση των γυναικών σε ερευνητικές δραστηριότητες σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Όπως καταγράφεται στην έκθεση “She Figures 2018” της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απασχόληση των γυναικών ερευνητριών στις 28 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και στις αντίστοιχες μελέτες του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και της Ελληνικής Εταιρείας Γυναικών Πανεπιστημιακών (ΕΛΕΓΥΠ) για την Ελλάδα [3-7], μόλις το 1/3 όσων εργάζονται στην έρευνα είναι γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα, το ποσοστό των γυναικών ερευνητριών στην ΕΕ των 28 ανήλθε το 2015 σε 33,4%, ενώ στην Ελλάδα οι γυναίκες ερευνήτριες αποτελούσαν περίπου το 38% του συνόλου των ερευνητών. Επιπλέον, οι όροι εργασίας των ερευνητριών είναι χειρότεροι από των ανδρών συναδέλφων τους. Για παράδειγμα, με καθεστώς μερικής απασχόλησης εργάζονταν το 2016 το 13% των ερευνητριών έναντι 8% των ερευνητών στον τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ οι γυναίκες που απασχολούνταν σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης είχαν το 2014 εισόδημα 17% χαμηλότερο από αυτό των ανδρών συναδέλφων τους. Στη χώρα μας, η “ψαλίδα” μεταξύ ανδρών και γυναικών ανοίγει ακόμα περισσότερο, με τις γυναίκες στην έρευνα να έχουν εισόδημα κατά 23% χαμηλότερο από τους άνδρες ερευνητές, όταν μάλιστα η αναντιστοιχία μεταξύ των δύο φύλων στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας κυμαίνεται περίπου στο 12,5%.

Αντίστοιχη είναι η κατάσταση και στον ακαδημαϊκό χώρο: οι γυναίκες είναι περίπου το 31% των μελών ΔΕΠ και το 21% των τακτικών καθηγητριών στα ελληνικά πανεπιστήμια.

Εξετάζοντας το δείκτη της χρηματοδότησης από ελληνικά και ευρωπαϊκά κονδύλια (χρηματοδότηση μεμονωμένων ερευνητών ή ερευνητικών ομάδων με επικεφαλής έναν «βασικό ερευνητή»), θα δούμε ότι η συμμετοχή των γυναικών στις δύο βασικότερες δράσεις του «Horizon2020» (ERC & MarieCurie Actions 2014-2018) είναι 24% και 38,4 % αντίστοιχα, σημαντικά δηλαδή μειωμένη σε σχέση με τους άντρες συναδέλφους τους [7]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διακύμανση στα διάφορα επιστημονικά πεδία, καθώς οι γυναίκες φαίνεται να έχουν ισχυρή παρουσία στις λεγόμενες «ανθρωπιστικές επιστήμες» και πολύ μικρή συμμετοχή στις τεχνολογικές επιστήμες και στην επιστήμη υπολογιστών.

Προβληματισμός επίσης υπάρχει για την επαγγελματική εξέλιξη των νέων γυναικών στον ερευνητικό και ακαδημαϊκό χώρο, δεδομένου ότι και στην Ελλάδα -όπως καταγράφεται σε όλες τις εκθέσεις- τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών υπερτερούν των ανδρών στις χαμηλότερες ακαδημαϊκές βαθμίδες, ενώ στις υψηλότερες βαθμίδες η εικόνα αντιστρέφεται τελείως. Για παράδειγμα, παρότι η πλειοψηφία όσων φοιτούν στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι γυναίκες (περίπου το 60% επί του συνόλου των φοιτητών), είναι εξαιρετικά χαμηλά τα ποσοστά των φοιτητριών που συνεχίζουν μετά το πέρας των σπουδών τους να εξελίσσονται επαγγελματικά και ακόμα χαμηλότερα εκείνα όσων ακολουθούν ακαδημαϊκή ή ερευνητική καριέρα. Διαπιστώνεται μάλιστα ότι, ειδικά από την περίοδο της κρίσης και έπειτα, οι γυναίκες απόφοιτοι των πανεπιστημίων έρχονται πολύ συχνότερα και πιο εμφατικά αντιμέτωπες με το φάσμα της ανεργίας σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους.

Διάγραμμα 3: Φοιτητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανά τομέα και φύλο (%), ακαδημαϊκό έτος 2018-2019 (Πηγή: EΛΣΤΑΤ, υπολογισμοί [1])

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε τα όσα καταγράφονται, πρέπει καταρχήν να εξετάσουμε ποιο είναι το εργασιακό τοπίο για τις γυναίκες στην έρευνα.

Η πρώτη πλευρά αφορά τις εργασιακές σχέσεις: με δεδομένο ότι και στο χώρο της έρευνας κυριαρχούν πλέον -σε άνδρες και γυναίκες- οι ευέλικτες και ελαστικές σχέσεις εργασίας (Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, συμβάσεις έργου, απόδειξη δαπάνης, υποτροφία, συμβάσεις Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου), η εργαζόμενη αντιμετωπίζει δυσκολίες, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αρχίζει να σκέφτεται το ενδεχόμενο να γίνει μητέρα. Και μπορεί η κατάσταση στην έρευνα να μην είναι ακριβώς ίδια με άλλους χώρους ή κλάδους, π.χ. με το εμπόριο όπου η γυναίκα εμποροϋπάλληλος ξεκάθαρα προειδοποιείται να μην μείνει έγκυος γιατί θα απολυθεί, όμως και στο χώρο της έρευνας υπάρχουν χιλιάδες συμβασιούχοι με μηδαμινά έως ανύπαρκτα δικαιώματα.

Το Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, που αποτελεί τον κανόνα στην εργασία των νέων ερευνητών και ερευνητριών, επιτρέπει σε εργοδότες και κράτος να γλιτώνουν από άδειες και επιδόματα, αποζημίωση απόλυσης, καθορισμένα ωράρια και πληρωμή υπερωριών, αποζημιώσεις για εργατικά «ατυχήματα», φορώντας στον εργαζόμενο την ταμπέλα του «συνεργάτη». Επιπρόσθετα, οι αποδοχές είναι σημαντικά «ψαλιδισμένες» δεδομένου ότι από το ποσό της αμοιβής καταβάλλονται ΦΠΑ, φόρος παρακράτησης και ασφαλιστικές εισφορές. Το συγκεκριμένο καθεστώς εργασίας έχει οδυνηρές συνέπειες ιδιαίτερα στη ζωή των νέων γυναικών, καθώς δεν δικαιούνται άδεια εγκυμοσύνης και ανατροφής τέκνου, δεν έχουν καθορισμένο ωράριο, αντιμετωπίζουν εκτεταμένα την περιστασιακή τηλεργασία. Η μητρότητα πρακτικά δεν συνοδεύεται από κανενός είδους δικαιώματα, ούτε καν από τα ελάχιστα δικαιώματα και παροχές που προβλέπονται για τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Για τις νέες μητέρες, για παράδειγμα, δεν προβλέπεται άδεια ούτε πριν, ούτε μετά τον τοκετό. Η μεγάλη πλειοψηφία των γυναικών ερευνητριών μένουν απλήρωτες για το διάστημα που θα απουσιάσουν από τη δουλειά τους. Ορισμένες σταματούν να εργάζονται μια εβδομάδα πριν γεννήσουν και επιστρέφουν στη δουλειά μόλις λίγες εβδομάδες μετά τον τοκετό..!

Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι -σε πολλές περιπτώσεις- δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για παύση ή παράταση των υποτροφιών για εκπόνηση διατριβής στην περίπτωση εγκυμοσύνης και τοκετού. Επιπλέον, ορισμένοι χώροι εργασίας και εργαστήρια είναι ακατάλληλα από την άποψη της έλλειψης βασικών μέτρων υγιεινής και ασφάλειας, αλλά και από την άποψη της εργονομίας, εκθέτοντας σε κίνδυνο όλους τους εργαζόμενους και ακόμη περισσότερο τις εγκυμονούσες και τις νέες μητέρες.

Εκτός από τη “ζούγκλα” των εργασιακών σχέσεων, η γυναίκα ερευνήτρια αντιμετωπίζει την έλλειψη δημόσιων και δωρεάν υπηρεσιών και υποδομών Υγείας, Πρόνοιας, απαραίτητων για τη στήριξη της οικογένειας, έλλειψη που δυσχεραίνει δραματικά την προσπάθεια μιας γυναίκας να παραμείνει στη δουλειά. Ζει καθημερινά, όπως και οι υπόλοιπες εργαζόμενες βέβαια, την τρεχάλα από τη δουλειά για να προλάβει να πάρει το παιδί από το σχολείο και την αγωνία τι θα το κάνει όταν αρρωστήσει.

Σημαντική επίδραση στις νέες ερευνήτριες έχει και η λεγόμενη «κινητικότητα», που προωθείται κατά κόρον με στόχο τη συγκέντρωση υψηλής ειδίκευσης επιστημονικού δυναμικού οπουδήποτε επιτάσσουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Έτσι, η νέα επιστήμονας που θέλει να ασχοληθεί με το αντικείμενό της σπρώχνεται στο να μεταναστεύει συνεχώς από τόπο σε τόπο, κυνηγώντας τις «ευκαιρίες» που προκύπτουν πότε στη μία ήπειρο και πότε στην άλλη. Και μόλις το ερευνητικό πρόγραμμα λήξει, «φτου κι από την αρχή», θα πρέπει πάλι να βγει στη…γύρα, ψάχνοντας σε ποια χώρα, σε ποιο ερευνητικό κέντρο υπάρχει ζήτηση για την ειδικότητά της. Η ώθηση στη διαρκή κινητικότητα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τις νέες ερευνήτριες που θέλουν να δημιουργήσουν οικογένεια, αλλά και για όσες έχουν ήδη κάνει οικογένεια και αναγκάζονται να μετακινούνται συνεχώς, είτε παίρνοντας μαζί τους τα παιδιά τους, είτε μεταναστεύοντας χωρίς αυτά.

Άλλη πλευρά που πρέπει να σημειωθεί είναι η σοβαρή υποχρηματοδότηση της έρευνας από τον κρατικό προϋπολογισμό που μοιραία στρέφει ερευνητές και ερευνητικές ομάδες στο κυνήγι των ερευνητικών προγραμμάτων. Το ανηλεές κυνήγι των projects υποχρεώνει ερευνητές και ερευνήτριες να αφιερώσουν ατέλειωτες ώρες στη συγγραφή προτάσεων, κάτι που επηρεάζει ιδιαίτερα τις γυναίκες καθώς ο ελεύθερος χρόνος τους -όσος δηλαδή απομένει από την ευθύνη που έχουν για τη φροντίδα της οικογένειας, των παιδιών, του σπιτιού- περιορίζεται δραματικά.

Όλα αυτά κάνουν το χώρο της έρευνας κάθε άλλο παρά «φιλικό» για τα δικαιώματα των γυναικών, οδηγώντας αρκετές νέες στο να εγκαταλείψουν την ερευνητική εργασία.

Εδώ πρέπει να αναφερθούν και οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέες γυναίκες, όπως και οι άντρες, από τη στιγμή που θα προσπαθήσουν να ξεκινήσουν ένα μεταπτυχιακό, ένα διδακτορικό. Ακόμα και οι πενιχρές υποτροφίες που υπήρχαν παλιότερα, σήμερα αποτελούν παρελθόν. Όποιος και όποια μπορεί, στηρίζεται σε ίδια μέσα, στη βοήθεια δηλαδή της οικογένειάς του. Κατά κανόνα, δεν υπάρχει η δυνατότητα να εργάζεται παράλληλα καθώς από τους υποψήφιους διδάκτορες απαιτείται πλήρης και αποκλειστική απασχόληση. Πολύ διαδεδομένο είναι επίσης και το καθεστώς του άμισθου, όχι μόνο σε επίπεδο υποψηφίων διδακτόρων, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και μεταδιδακτόρων, με το επιχείρημα της “γέφυρας” μεταξύ των διαφόρων προγραμμάτων. Στο φόντο αυτό, μπορεί να εξηγηθεί γιατί ένα μεγάλο ποσοστό των νέων γυναικών βρίσκει την πόρτα της επαγγελματικής ενασχόλησης με την έρευνα κλειστή.

ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ & ΣΤΟΧΟΙ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, διακηρύσσει σταθερά το στόχο της αύξησης της συμμετοχής των γυναικών στον τομέα της έρευνας. Οργανώνει καμπάνιες και εκστρατείες που απευθύνονται κυρίως σε νέες γυναίκες, προβάλλει πρωτοβουλίες βράβευσης και ανάδειξης γυναικών που διακρίνονται σε τομείς της έρευνας και της επιστήμης. Κατά πόσο όμως ανταποκρίνονται όλα αυτά στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενες στην έρευνα;

Καταρχήν σε καμία από αυτές τις παρεμβάσεις δεν υπάρχει αναφορά στο «Γολγοθά» που ζει η εργαζόμενη στην έρευνα. Είναι χαρακτηριστικό πως οι διαπιστώσεις της ΕΕ καταλήγουν στην ανάγκη για «συμφιλίωση της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής», επαναλαμβάνοντας στις ερευνήτριες όσα λένε σε όλες τις εργαζόμενες: ότι είναι δηλαδή ατομική μας υπόθεση και ευθύνη να «συνδυάσουμε» τις απαιτήσεις της δουλειάς και της οικογένειας. Ακριβώς γιατί η ανάπτυξη δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υποδομών και υπηρεσιών, με βάση τις σύγχρονες ανάγκες της εργαζόμενης γυναίκας, της ερευνήτριας, για την προστασία της μητρότητας αποτελεί κόστος τόσο για τους εργοδότες όσο και για το κράτος.

Όμως αυτό που έχει σήμερα ανάγκη η εργαζόμενη είναι το mentoring και τα σεμινάρια επιχειρηματικότητας ή ένα δίκτυο που θα τη στηρίζει ολόπλευρα; Θα ήταν άραγε ίδια τα ποσοστά της γυναικείας παρουσίας στην έρευνα αν η μητέρα εργαζόμενη δεν έπρεπε να τρέξει να πάρει τα παιδιά της από το σχολείο ή να κρατήσει τα μωρά της που δεν έγιναν δεκτά στον παιδικό σταθμό; Με άλλα λόγια, θα ήταν ίδια η κατάσταση αν μέσα από ένα δίκτυο δημόσιων και δωρεάν υποδομών εξασφαλιζόταν στήριξη της οικογένειας και των παιδιών και ελάφρυνση των μητέρων από τα πολλαπλά βάρη που καλούνται να σηκώσουν; Μάλλον όχι..

Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι πρωτοβουλίες τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των κυβερνήσεων για τις γυναίκες: δράσεις για την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης και τη “γυναικεία επιχειρηματικότητα”, προγράμματα για την “εναρμόνιση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής”, καμπάνιες για τις “ίσες ευκαιρίες αντρών και γυναικών” κ.α.

Τι κρύβεται όμως πίσω από τους τίτλους; Πρόκειται για αληθινό ενδιαφέρον για τα δικαιώματα των γυναικών;

Οι απαντήσεις βρίσκονται στα δικά τους λόγια:

-“Σύμφωνα με εκτίμηση του 2013, το χάσμα στα ποσοστά απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών κοστίζει στην οικονομία της ΕΕ 370 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως” [2]

-“Βάσει πρόβλεψης του 2017 για τα 28 κράτη-μέλη, η προώθηση της ισότητας των φύλων θα μπορούσε να αποφέρει 10,5 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας έως το 2050 και να ενισχύσει την οικονομία της ΕΕ κατά 1,95 έως 3,15 τρισεκατομμύρια ευρώ”[2]

– “Εάν οι γυναίκες της Ευρώπης απασχολούνταν στο χώρο της ψηφιακής οικονομίας εξίσου με τους άνδρες, το Ευρωπαϊκό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν θα αυξανόταν ετησίως κατά 9 δις ευρώ” αναφέρεται στην τοποθέτηση της πρώην Γ. Γραμματέα για την Ισότητα των Φύλων στην Επιτροπή Γυναικών του Ευρωκοινοβουλίου

– “η ενίσχυση των πολιτικών ισότητας στην απασχόληση θα αποφέρει 12τρις δολάρια στο παγκόσμιο ΑΕΠ” σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία McKinsey.

Γι αυτό λοιπόν κόπτονται τόσο για την αύξηση της απασχόλησης των γυναικών.

Leaky pipeline & Glass ceiling

Πολλά άρθρα και αναλύσεις μιλούν για την επιστήμονα-ακαδημαϊκό που δε μπορεί να ξεφύγει από το φαινόμενο του “leaky pipeline”, της διαρροής δηλαδή γυναικών κατά την πορεία της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας, αναφέροντας παράλληλα ότι “η ΕΕ εργάζεται για να βοηθήσει τις γυναίκες να σπάσουν τη γυάλινη οροφή (glass ceiling)”, τη συσσώρευση, δηλαδή, των γυναικών στις χαμηλότερες βαθμίδες.

Είναι γεγονός ότι στην πυραμίδα της ερευνητικής ιεραρχίας (υποψήφιος διδάκτορας, μεταδιδάκτορας, ερευνητής Γ΄, ερευνητής Β΄, ερευνητής Α΄- αντίστοιχα  μέλος ΔΕΠ) οι γυναίκες παρουσιάζουν μεγαλύτερη μείωση από τους άντρες, με αποτέλεσμα στην κορυφή να βρίσκονται λίγες, ελάχιστες σε θέσεις προέδρων, κοσμητόρων και πρυτάνεων [7]. Όμως, η ανέλιξη στην ερευνητική ιεραρχία είναι μια διαδικασία με πολλά εμπόδια, που εκφράζονται ακόμα πιο έντονα στις γυναίκες. Ως κρίσιμη καμπή αναδεικνύεται η μεταδιδακτορική περίοδος, καθώς συνήθως στη φάση αυτή η γυναίκα έρχεται αντιμέτωπη με το δίλημμα: μπορείς να πάρεις λίγη άδεια και να μειώσεις για μια περίοδο την παραγωγικότητά σου ή να αναβάλεις την απόκτηση παιδιών με την ελπίδα να αποκτήσεις μια μόνιμη θέση (καθηγήτριας/ερευνήτριας βαθμίδας).

Συνήθως, το πρόβλημα εντοπίζεται στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, ενώ ως λύση προβάλλεται η εισαγωγή και θεσμοθέτηση διαδικασιών και πρωτοκόλλων «διαφάνειας». Ακόμα κι όταν η μητρότητα αναγνωρίζεται ως βασικός παράγοντας που συντελεί στην υποεκπροσώπηση των γυναικών, και πάλι ενοχοποιούνται τα «στερεότυπα» που αναθέτουν τη φροντίδα της οικογένειας κατά κύριο λόγο στις γυναίκες.

Όσο για τις λύσεις που προτείνονται, για τη λειτουργία δωματίων θηλασμού και τη συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια με τη συνοδεία της…νταντάς, είναι φανερό ότι ούτε μπορούν να λύσουν το πρόβλημα, ούτε απευθύνονται σε όλες τις εργαζόμενες. Τελικά, μέσα από το παραπάνω πρίσμα κρύβεται το γεγονός ότι στο έδαφος των εργασιακών σχέσεων που επικρατούν, αλλά και της έλλειψης δημόσιων και δωρεάν υπηρεσιών για τη φροντίδα της οικογένειας, η ερευνήτρια που γίνεται μητέρα κινδυνεύει να αποκοπεί από τη δουλειά και την εξέλιξή της.

Οι γυναίκες που εργάζονται σε κλάδους ανάπτυξης τεχνολογίας, έρχονται αντιμέτωπες με τον τρόπο που αναπτύσσονται η καινοτομία και η νέα γνώση. Στον τομέα της έρευνας, η πρόοδος, γενικά και ατομικά, γίνεται μέσα σε έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό (μεταξύ εταιρειών, ερευνητικών ομάδων, καθηγητών), έναν ανταγωνισμό που «μεταφέρεται» και στο πλαίσιο του χώρου εργασίας. Οι ερευνητές εργάζονται σε συνθήκες που απαιτούν συνεχή παρακολούθηση των επιστημονικών εξελίξεων και πολύ εντατική δουλειά. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν νέα εμπόδια, καθώς σε αυτήν την «αρένα», η μητρότητα εκ των πραγμάτων τις βγάζει εκτός μάχης τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα και τελικά αντιμετωπίζεται ως «βαρίδι» στην κούρσα του ανταγωνισμού.

ANTI ΕΠΙΛΟΓΟY

Σήμερα όμως, που υπάρχει τόσο μεγάλη πρόοδος της επιστήμης, της έρευνας και της τεχνολογίας, υπάρχουν όλες οι δυνατότητες που μπορούν να εξασφαλίσουν μια ζωή όπως αξίζει σε εμάς και τα παιδιά μας: να έχουμε όλες μόνιμη και σταθερή εργασία, με ολόπλευρη προστασία της μητρότητας από το κράτος, με ελεύθερο χρόνο που θα τον αξιοποιούμε δημιουργικά και θα μπορούμε να συμμετέχουμε στην κοινωνική δράση. Απέναντι σε όσους καταδικάζουν τις γυναίκες στην ανεργία και τη μερική απασχόληση, τη δουλειά χωρίς δικαιώματα, τη ζωή-λάστιχο, μόνη απάντηση είναι ο κοινός αγώνας ανδρών και γυναικών για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας και την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών μας, για τη ζωή που μπορούμε σήμερα να έχουμε. Γιατί δίπλα στην ανάγκη να διασφαλίζεται η δυνατότητα των γυναικών να εργάζονται στον τομέα της έρευνας, είναι εξίσου σημαντικό ζήτημα η έρευνα να υπηρετεί τις ανάγκες τους, να βελτιώνει τη ζωή τη δική τους και των οικογενειών τους. Και φυσικά αυτό προϋποθέτει μεγαλύτερη συμμετοχή και δραστηριοποίηση των γυναικών που εργάζονται στα ερευνητικά κέντρα στα αντίστοιχα σωματεία και τους συλλόγους, αλλά και στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, ώστε να αναπτύσσεται διεκδίκηση και αγώνας για τη ζωή που μας αξίζει. Την ίδια στιγμή, είναι σημαντικό οι αντίστοιχοι σύλλογοι και τα σωματεία να αγκαλιάζουν και να στηρίζουν ολόπλευρα τις γυναίκες ερευνήτριες, να σκύβουν στα προβλήματά τους και να διεκδικούν συλλογικά λύσεις, να παίρνουν πολύμορφες πρωτοβουλίες.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Η Συντακτική Επιτροπή του InS ευχαριστεί θερμά τον εικαστικό Χρήστο Αλαβέρα, από τη Θεσσαλονίκη, για την δημιουργία της κεντρικής εικόνας του άρθρου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών, Δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα: Προκλήσεις και προτάσεις πολιτικής, Ιούνιος 2022
[2] https://op.europa.eu/webpub/com/factsheets/women/el/
[3] She Figures 2018, Γενική Διεύθυνση Έρευνας και Καινοτομίας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Δημοσίευση 11/3/2019, https://publications.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/9540ffa1-4478-11e9-a8ed-01aa75ed71a1/language-en
[4] https://metrics.ekt.gr/women-rd
[5] http://www.ekt.gr/el/news/22996
[6] http://www.ekt.gr/el/news/23322
[7] Δανάη Πλα-Καρύδη, Πλευρές της ανισοτιμίας στις γυναίκες ερευνήτριες, https://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=13/2/2021&id=18156&pageNo=27

Δώρα Βασιλοπούλου

Η Δώρα Βασιλοπούλου είναι Διδάκτωρ Φυσικής και εργάζεται ως ερευνήτρια στο ΕΚΕΦΕ «ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ». Εκτός από τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα, την απασχολούν έντονα και τα ζητήματα της γυναικείας ανισοτιμίας.

Leave a Reply