Erwin Schrödinger
Μετάφραση: Κωνσταντίνα Γεωργούλια
Το παρόν κείμενο είναι το τέταρτο κεφάλαιο από το βιβλίο του Erwin Schrödinger με τίτλο Science and the Human Temperament (Η Επιστήμη και η Ανθρώπινη Ιδιοσυγκρασία) που εκδόθηκε το 1935 στο Λονδίνο από τις εκδόσεις George Allen & Unwin Ltd. Πρόκειται για εκτενή μορφή μιας διάλεξης στο Τμήμα Φυσικής και Μαθηματικών της Πρωσικής Ακαδημίας, στις 18 Φεβρουαρίου 1932, σε ελεύθερη απόδοση του δόκτορος James Murphy.
ΥΠΑΡΧΕΙ ένα πολύ γνωστό απόφθεγμα του Ζολά, ότι η τέχνη είναι η φύση μέσα από το πρίσμα της ιδιοσυγκρασίας – L’ art c’est la nature vue au travers d’ un tempérament. Μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για την επιστήμη; Το ερώτημα είναι καίριο, γιατί επηρεάζει έναν θεμελιώδη ισχυρισμό, ο οποίος διατυπώνεται συχνά σήμερα στο όνομα της επιστήμης. Σε αντίθεση με τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία και τη μουσική, που είναι υποκειμενικοί τρόποι κατανόησης της πραγματικότητας και, κατά συνέπεια, μπορούν να αλλάζουν με τη μεταβολή του πολιτισμικού περιβάλλοντος, η επιστήμη λέγεται ότι μας παρέχει ένα σώμα αλήθειας, το οποίο δεν έχει πλαστεί από την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, με αποτέλεσμα να είναι αντικειμενικό και σταθερό. Σε ποιο βαθμό ισχύει κάτι τέτοιο;
Προτού απαντήσουμε στο ερώτημα απευθείας, είναι απαραίτητο να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε δύο ομάδες επιστημών. Από τη μία, έχουμε αυτό που αποκαλούμε «θετικές» επιστήμες και, από την άλλη, αυτές που ασχολούνται με το ανθρώπινο πνεύμα και τις δραστηριότητές του. Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν επιστήμες, όπως η ιστορία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία κτλ.
Τώρα, είναι προφανές, νομίζω, ότι το σώμα της αλήθειας, το οποίο προτείνουν αυτές οι ανθρωπιστικές επιστήμες, δεν μπορεί να διεκδικήσει έναν απολύτως αντικειμενικό χαρακτήρα. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την ιστορία. Παρόλο που απαιτούμε από τον ιστορικό να μην αποκλίνει από την αντικειμενική αλήθεια των γεγονότων που περιγράφει, ωστόσο αν πρόκειται να είναι κάτι παραπάνω από ένας απλός χρονικογράφος, η δουλειά του θα πρέπει να εκτείνεται πέρα από την ανακάλυψη και την αφήγηση της γυμνής αλήθειας. Κατά συνέπεια, η επιλογή που κάνει από την πρώτη ύλη που έχει στη διάθεσή του, η διατύπωση και η τελική παρουσίασή της πρέπει απαραίτητα να επηρεάζονται από ολόκληρη την προσωπικότητά του. Και πράγματι, μετά χαράς συγχωρούμε την υποκειμενική παρέμβαση του ιστορικού στο υλικό το οποίο επεξεργάζεται, δεδομένου ότι νιώθουμε το άγγιγμα μιας ισχυρής προσωπικότητας, η οποία υφαίνει για μας ένα ενδιαφέρον ανθρώπινο μοτίβο από τη γυμνή αλήθεια της ιστορίας. Πράγματι, εδώ είναι που αρχίζει η επιστημονική ιστορία, ενώ το έργο του σχολαστικού χρονικογράφου θεωρείται ότι παρέχει απλώς την πρώτη ύλη της.
Παρόμοιες παρατηρήσεις ταιριάζουν και σε όλες εκείνες τις επιστήμες που ασχολούνται με την ανθρώπινη ζωή και συμπεριφορά. Σε όλες τους, η παρουσίαση της αλήθειας που αντιπροσωπεύουν πρέπει απαραίτητα να δείχνει την ενεργή επιρροή της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Ασφαλώς, υπάρχει πάντα το ιδανικό τού να διατηρείται ο μεγαλύτερος δυνατός βαθμός αντικειμενικότητας στη διαδικασία αυτών των επιστημών και ένα έργο σε αυτόν τον κλάδο της μελέτης θα θεωρείται επιστημονικό ή όχι στο βαθμό που θα παραμένει πιστό στο αντικειμενικό ιδανικό ή θα απομακρύνεται από αυτό. Ωστόσο, δεν υπάρχει ούτε μία από αυτές τις ανθρωπιστικές επιστήμες που να μην εμπεριέχει κάποιο καλλιτεχνικό στοιχείο. Και στο βαθμό που το έχει, εμπίπτει στην περιγραφή του Ζολά. Το αντικείμενο με το οποίο ασχολούνται είναι πάντα vue au travers d’ un tempérament.
Ας δούμε τώρα τις «θετικές» επιστήμες. Από τη διαδικασία που ακολουθείται σε αυτές τις επιστήμες αποκλείεται, για λόγους αρχής, καθετί το υποκειμενικό. Η Φυσική Επιστήμη ανήκει ουσιαστικά σε αυτή την κατηγορία. Από όλη τη φυσική έρευνα, απαγορεύεται σχολαστικά η υποκειμενική παρέμβαση του ερευνητή, έτσι ώστε να φτάσει στην απολύτως αντικειμενική αλήθεια για την άψυχη φύση. Όταν η αλήθεια αυτή διατυπωθεί τελικά, μπορεί να ελεγχθεί μέσα από πειράματα από οποιονδήποτε σε ολόκληρο τον κόσμο, και πάντα με το ίδιο αποτέλεσμα. Μέχρι στιγμής, η Φυσική είναι απολύτως ανεξάρτητη από την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία και αυτό προτάσσεται ως ο βασικός ισχυρισμός της προς αποδοχή. Ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές της Φυσικής Επιστήμης προχωρούν τόσο πολύ, ώστε να θεωρούν ότι πρέπει να αποκλείεται όχι μόνο ο μεμονωμένος ανθρώπινος νους στις τελικές δηλώσεις της φυσικής έρευνας, αλλά και η ανθρώπινη διάσταση ως σύνολο. Κάθε βαθμός ανθρωπομορφισμού αποκλείεται επιμελώς· έτσι ώστε, τουλάχιστον, σε αυτόν τον κλάδο της επιστήμης, ο άνθρωπος να μην είναι πλέον το μέτρο των πάντων, όπως συνήθιζαν να ισχυρίζονται οι Έλληνες Σοφιστές.
Είναι αυτός ο ισχυρισμός απολύτως αληθής; Σε έναν μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης επιστήμης, είναι αληθής. Αλλά πιστεύω ότι προχωρά πολύ πιο πέρα. Θα μπορούσαμε άνετα να παραδεχτούμε ότι ένα φυσικό πείραμα, για παράδειγμα, για χάριν απλότητας, μια μέτρηση αστεριών, είναι ανεξάρτητη από το αν την πραγματοποιεί ο κ. Γουίλσον στη Νέα Υόρκη ή η φροϊλάιν Μίλερ στο Βερολίνο. Το αποτέλεσμα θα είναι πάντα το ίδιο, δεδομένου ασφαλώς ότι πληρούνται οι απαραίτητες τεχνικές προϋποθέσεις.
Το ίδιο ισχύει και για όλα τα αποδεδειγμένα πειράματα στη Φυσική. Η πρώτη και αναγκαία συνθήκη που απαιτούμε από οποιαδήποτε διαδικασία πειράματος, προτού αυτή γίνει δεκτή στην κανονική διαδικασία της φυσικής έρευνας είναι ότι θα παρέχει απαρέγκλιτα τα ίδια αποτελέσματα. Θεωρούμε ότι ένα πείραμα δεν είναι άξιο επιστημονικής σκέψης ή αποδοχής, αν δεν πληροί αυτή την προϋπόθεση. Είναι, λοιπόν, από αυτή την τεράστια ποσότητα μεμονωμένων αποτελεσμάτων, τα οποία συσσωρεύονται από τέτοιου είδους αναπαράξιμα πειράματα, που είναι φτιαγμένη η όλη υφή της Φυσικής Επιστήμης. Και αυτά τα κλασικά αποτελέσματα είναι η μόνη πρώτη ύλη που επιτρέπεται να χρησιμοποιείται στην περαιτέρω ανάπτυξη της επιστημονικής αλήθειας. Συνεπώς, μιας και δεν παραδεχόμαστε εδώ καμία άλλη πηγή γνώσης από εκείνη του ακριβούς πειράματος, θα φαινόταν εκ πρώτης όψεως ότι η Φυσική Επιστήμη έχει κάθε δικαίωμα να διατυπώνει τον ισχυρισμό της με βάση τον οποίο είναι ο αυθεντικός κομιστής της απόλυτης, αντικειμενικής αλήθειας. Αλλά για να εκτιμήσουμε αυτόν τον ισχυρισμό θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένες περαιτέρω παράμετροι.
Τα νόμιμα δεδομένα της Φυσικής Επιστήμης είναι πάντα και αποκλειστικά εκείνα στα οποία καταλήγει κάποιος μέσω του πειράματος. Αλλά σκεφτείτε το πλήθος των πειραμάτων, τα οποία έχουν στην πραγματικότητα παράσχει τα δεδομένα στα οποία βασίζεται η δομή της Φυσικής Επιστήμης. Αυτός ο αριθμός είναι αναμφισβήτητα πολύ μεγάλος. Αλλά συνάμα και απειροελάχιστος, αν συγκριθεί με το πλήθος των πειραμάτων που θα μπορούσαν να έχουν πραγματοποιηθεί, αλλά στην ουσία δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Κατά συνέπεια, έχει γίνει μια επιλογή όσον αφορά την πρώτη ύλη πάνω στην οποία είναι χτισμένη η τωρινή δομή της επιστήμης. Αυτή η επιλογή θα πρέπει να έχει επηρεαστεί από συνθήκες που δεν είναι αμιγώς επιστημονικές. Και μέχρι στιγμής, η Φυσική Επιστήμη δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι απολύτως ανεξάρτητη από το περιβάλλον της.
Ας δούμε ορισμένους από τους παράγοντες που μπαίνουν στο παιχνίδι, όταν πρέπει να γίνει μια επιλογή από τα πειράματα που προσφέρονται ως πιθανότητες, αν κάποιος επιθυμεί να κάνει μια έρευνα προς μια νέα κατεύθυνση. Προφανώς, πρώτα και κύρια, τίθεται το ερώτημα του ποια πειράματα είναι πρακτικά υπό τις δεδομένες συνθήκες. Ορισμένα πειράματα απαιτούν πολύπλοκο και ακριβό εξοπλισμό και τα μέσα για να τον εξασφαλίσει κανείς δεν είναι πάντα διαθέσιμα. Ασχέτως του πόσο πολλά υποσχόμενα μπορεί να είναι αυτά τα πειράματα, θα πρέπει να παραμεριστούν εξαιτίας του μεγάλου κόστους που θα είχαν.
Μια άλλη ομάδα πιθανών πειραμάτων παραμερίζεται για τελείως διαφορετικούς και πιο υποκειμενικούς λόγους. Μπορεί να έρχονται στο μυαλό του επιστήμονα, αλλά προς το παρόν εκείνος τα βρίσκει μη ενδιαφέροντα, όχι μόνο γιατί δεν σχετίζονται απευθείας με το εγχείρημά του, αλλά και γιατί μπορεί να νομίζει ότι γνωρίζει ήδη τα αποτελέσματα στα οποία θα οδηγούσαν. Και παρόλο που πιστεύει ότι δεν μπορεί να προβλέψει επακριβώς αυτά τα αποτελέσματα, μπορεί να θεωρήσει ότι αυτά έχουν δευτερεύουσα σημασία τη δεδομένη στιγμή και, κατά συνέπεια, να τα παραμελήσει. Επιπλέον, σκέφτεται ότι αν λάμβανε υπόψη του όλα αυτά τα αποτελέσματα δεν θα ήξερε τι να κάνει το τεράστιο πλήθος τους. Και ας προσθέσουμε σε αυτό το γεγονός ότι ο νους μας δεν έχει ένα απεριόριστο φάσμα όσον αφορά τα ενδιαφέροντά του. Προς το παρόν, απορροφούν την προσοχή μας συγκεκριμένα πράγματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρέπει πάντα να υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός εναλλακτικών πειραμάτων –όπως και πολύ πρακτικών πειραμάτων– τα οποία δεν σκεφτόμαστε καθόλου, απλώς και μόνο επειδή το ενδιαφέρον μας προσελκύεται προς άλλες κατευθύνσεις.
II
Όλα αυτά οδηγούν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να κλείσουμε την πόρτα στους υποκειμενικούς παράγοντες όσον αφορά τον προσδιορισμό της επιστημονικής πολιτικής μας και όσον αφορά το να δώσουμε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στην περαιτέρω πρόοδό μας.
Ασφαλώς, αναμφίβολα, οποιαδήποτε πρόοδο σημειώσουμε εξαρτάται άμεσα από τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας εδώ και τώρα. Και αυτά τα δεδομένα αντιπροσωπεύουν τα αποτελέσματα στα οποία έχουν καταλήξει οι προηγούμενοι ερευνητές. Αυτά τα αποτελέσματα είναι η απόρροια προηγούμενων επιλογών. Αυτές οι επιλογές οφείλονταν σε έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης που βασίστηκε στον όγκο των πειραματικών δεδομένων που ήταν διαθέσιμα τότε. Και άρα, αν πάμε πίσω μέσα από μια απροσδιόριστη σειρά σταδίων στην επιστημονική πρόοδο, θα καταλήξουμε τελικά στην πρώτη συνειδητή προσπάθεια του πρωτόγονου ανθρώπου να κατανοήσει και να διαμορφώσει μια λογική, νοητική εικόνα γεγονότων, τα οποία είχε παρατηρήσει στον κόσμο γύρω του.
Αυτές οι πρώτες παρατηρήσεις της φύσης από τον πρωτόγονο άνθρωπο δεν προέκυψαν από ένα οποιοδήποτε νοητικό μοτίβο που είχε κατασκευαστεί συνειδητά. Η εικόνα της φύσης, την οποία ο πρωτόγονος άνθρωπος δημιούργησε για τον εαυτό του, εμφανίστηκε αυτόματα, όπως ήταν, από τις υπάρχουσες συνθήκες, και προσδιορίστηκε από τη βιολογική κατάσταση, την αναγκαιότητα για τη θρέψη του σώματος μέσα στο περιβάλλον και την όλη αλληλεπίδραση ανάμεσα στη ζωή του σώματος και τις διακυμάνσεις της από τη μία και το φυσικό περιβάλλον από την άλλη. Αναφέρω αυτό το σημείο προκειμένου να προλάβω την αντίρρηση ότι εξαρχής θα μπορούσε να αποδοθεί στην ακατανίκητη επιρροή των αντικειμενικών γεγονότων ένα υποχρεωτικό στοιχείο. Αυτό, ασφαλώς, δεν αληθεύει, δεδομένου ότι οι ρίζες της επιστήμης είναι αναμφίβολα η ίδια η ανθρωπομορφική αναγκαιότητα της πάλης του ανθρώπου για να κερδίσει τη ζωή του.
Συχνά συμβαίνει μια ορισμένη ιδέα ή σύνολο ιδεών να γίνεται απαραίτητο και κυρίαρχο σε μια συγκεκριμένη συγκυρία και να φωτίζει με μια νέα σημασία ορισμένες πτυχές του πειράματος, οι οποίες ως τώρα θεωρούνταν μη ενδιαφέρουσες και ασήμαντες. Για παράδειγμα, πριν από τριάντα χρόνια, κανείς δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να ρωτήσει πώς αλλάζει η θερμοχωρητικότητα ενός σώματος με τη μεταβολή της θερμοκρασίας και σπανίως ονειρευόταν κάποιος να προσδώσει οποιαδήποτε σημασία στη συμπεριφορά της θερμοχωρητικότητας σε υπερβολικά χαμηλές θερμοκρασίες. Ίσως κάποιοι γερο-περίεργοι, που στερούνταν τελείως ιδεών, να είχαν ενδιαφερθεί για το ερώτημα αυτό – ή ίσως μια πολύ λαμπρή διάνοια. Αλλά όταν ο Nernst[1] διατύπωσε τον διάσημο «τρίτο νόμο της θερμοδυναμικής», η όλη κατάσταση ξαφνικά άλλαξε. Το θεώρημα του Nernst όχι μόνο ενσάρκωσε την εκπληκτική πρόβλεψη ότι η θερμοχωρητικότητα όλων των σωμάτων σε μια υπερβολικά χαμηλή θερμοκρασία θα έτεινε προς το μηδέν, αλλά απέδειξε, επίσης, ότι όλες οι θερμικές ισορροπίες θα μπορούσαν να υπολογιστούν εκ των προτέρων, αν η θερμότητα της αντίδρασης σε μια ορισμένη θερμοκρασία ήταν γνωστή, μαζί με τη θερμοχωρητικότητα των αντιδρώντων σωμάτων μέχρι μια αρκούντως χαμηλή θερμοκρασία.
Σχεδόν το ίδιο πράγμα έλαβε χώρα όσον αφορά τις λεγόμενες σταθερές ελαστικότητας. Ο φυσικός είχε έως τώρα αγνοήσει τη σημασία της αριθμητικής αξίας αυτών των σταθερών και είχε αφήσει το όλο ερώτημα στον πρακτικό μηχανικό, τον κατασκευαστή γεφυρών και τον σεισμολόγο. Αλλά όταν ο Αϊνστάιν και, μετά από εκείνον, ο Debye[2], διατύπωσε μια γενική θεωρία για τη μείωση της θερμοχωρητικότητας των σωμάτων σε χαμηλές θερμοκρασίες, με την οποία η θερμοκρασία στην οποία γινόταν πρώτα αντιληπτή η μείωση της θερμοχωρητικότητας αποδεικνύεται ότι σχετίζεται με τις ελαστικές ιδιότητες του εν λόγω υλικού, αυτή η απολύτως νέα και απρόσμενη σχέση προκάλεσε ένα νέο ενδιαφέρον, το οποίο οδήγησε σε εκτεταμένες πειραματικές έρευνες σε αυτόν τον τομέα, επεκτείνοντάς τον, για παράδειγμα, στους κρυστάλλους, στις διάφορες κρυσταλλογραφικές κατευθύνσεις κτλ., κτλ.
Άλλη μία περίπτωση που εμφανίζεται τώρα σχεδόν ως ένα παράδειγμα τραγικής αμέλειας, είναι το πείραμα που έχει να κάνει με την περίθλαση του φωτός, το οποίο διεξήγαγε ο Grimaldi[3]. Αυτός ο Ιταλός επιστήμονας ανακάλυψε ότι η σκιά ενός σύρματος που σχημάτιζε ένα φως το οποίο προερχόταν από μια σχισμή μιας απομακρυσμένης πηγής δεν επιδείκνυε τα χαρακτηριστικά που μπορεί να αναμένονταν· αυτό σημαίνει ότι δεν είναι μια απλή, μαύρη λωρίδα σε ένα πεδίο φωτός. Η σκοτεινή λωρίδα είναι μια πολύπλοκη υπόθεση. Οριοθετείται από τρεις έγχρωμες λωρίδες, των οποίων τα αντίστοιχα πλάτη γίνονται μικρότερα προς τα έξω, ενώ το εσωτερικό κομμάτι της σκιάς διαπερνάται από έναν περιττό αριθμό ανοιχτόχρωμων γραμμών που είναι παράλληλες προς τα όρια της σκιάς. Αυτό το πείραμα, το οποίο είχε διεξαχθεί προτού διατυπωθεί η κυματική θεωρία του Huygens[4] και η σωματιδιακή θεωρία του φωτός του Νεύτωνα, ήταν το πρώτο πείραμα του είδους του, το οποίο απέδειξε ξεκάθαρα και απολύτως ότι οι ακτίνες φωτός δεν κινούνται αυστηρώς σε ευθείες γραμμές και ότι η απόκλιση από την ευθεία γραμμή είναι πολύ στενά συνυφασμένη με το χρώμα ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, με το μήκος κύματος.
Στις μέρες μας, αυτό θεωρείται θεμελιώδες, όχι μόνο για την κατανόηση της διάδοσης του φωτός, αλλά και για τη γενική, επιστημονική αντίληψή μας όσον αφορά το φυσικό σύμπαν. Αν επιχειρούσαμε να εκφράσουμε τη σημασία του πειράματος του Grimaldi με σύγχρονους όρους, θα λέγαμε ότι ο Grimaldi είχε κάνει την πρώτη επίδειξη αυτής της απροσδιοριστίας στην κβαντική μηχανική, η οποία διατυπώθηκε από τον Χάιζενμπεργκ[5], το 1927. Μέχρι την εποχή των Young[6] και Fresnel[7], οι παρατηρήσεις του Grimaldi είχαν προσελκύσει ελάχιστη ή καθόλου προσοχή και κανείς δεν τους έδινε ιδιαίτερη σημασία. Θεωρούνταν ότι έδειχναν ένα φαινόμενο, το οποίο δεν είχε κανένα γενικό ενδιαφέρον για την επιστήμη αυτή καθαυτή και για τα επόμενα εκατόν πενήντα χρόνια κανένα παρόμοιο πείραμα δεν διεξήχθη, παρόλο που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε γίνει με το απλούστερο και φθηνότερο υλικό. Ο λόγος ήταν ότι, από τις δύο θεωρίες του φωτός, οι οποίες διατυπώθηκαν λίγο αργότερα, η σωματιδιακή θεωρία του Νεύτωνα κέρδισε τη γενική αποδοχή έναντι της κυματικής θεωρίας του Huygens, με αποτέλεσμα το γενικό ενδιαφέρον να κατευθυνθεί προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Ακολουθώντας αυτή την κατεύθυνση, πραγματοποιήθηκαν άλλα ενδιαφέροντα πειράματα, τα οποία είχαν πρακτική σημασία και οδήγησαν σε σωστά πρακτικά συμπεράσματα, όπως οι νόμοι της ανάκλασης και της διάθλασης και η εφαρμογή τους στην κατασκευή οπτικών οργάνων. Σήμερα, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να ισχυριστούμε ότι η σωματιδιακή θεωρία του Νεύτωνα ήταν λάθος, αν και για πολύ καιρό ο κόσμος συνήθιζε να δηλώνει κάτι τέτοιο. Τα πιο πρόσφατα συμπεράσματα της σύγχρονης επιστήμης δεν συμφωνούν ούτε με τη σωματιδιακή ούτε με την κυματική θεωρία. Σύμφωνα με τα σύγχρονα επιστημονικά συμπεράσματα, οι δύο θεωρίες ρίχνουν φως σε δύο άκρως διαφορετικές πτυχές των φαινομένων, τις οποίες, μέχρι τώρα, δεν έχουμε καταφέρει να εναρμονίσουμε. Το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για τη μία πλευρά του ερωτήματος για πολύ καιρό επισκίασε το όποιο ενδιαφέρον θα μπορούσε να εκδηλωθεί για την άλλη. Αναφερόμενος στην ιστορία της πειραματικής έρευνας όσον αφορά τη φύση του φωτός και στις διάφορες θεωρίες που προέκυψαν τη μία ή την άλλη εποχή από αυτή την έρευνα, ο Ernst Mach[8] παρατηρεί «πόσο λίγο η εξέλιξη της επιστήμης λαμβάνει χώρα με έναν λογικό και συστηματικό τρόπο». Μια πολύ παρόμοια –ή μάλλον η αντίθετη– περίπτωση έλαβε χώρα όσον αφορά τις θεωρίες που σχετίζονται με τη σύσταση της ύλης. Στην περίπτωση της ύλης, η σωματιδιακή θεωρία ήταν εκείνη που κυριαρχούσε μέχρι πολύ πρόσφατα, γιατί είναι πολύ πιο δύσκολη η πειραματική επιβεβαίωση της κυματικής θεωρίας σε σχέση με την ύλη απ’ ό,τι σε σχέση με το φως.
ΙΙΙ
Μετά τον Kirchhoff[9], έχουμε συνηθίσει να παραδεχόμαστε ότι η επιστήμη ασχολείται ουσιαστικά μόνο με την ακριβή και σχολαστική περιγραφή αυτών που έχουν γίνει αντιληπτά μέσω των αισθήσεων. Η ρήση αυτού του διακεκριμένου θεωρητικού συχνά παρατίθεται ως μια συνετή προειδοποίηση προς όλους εκείνους που εμπλέκονται στη διατύπωση θεωριών. Από επιστημολογική άποψη, περιέχει αδιαμφισβήτητα μια μεγάλη δόση αλήθειας· αλλά δεν συμφωνεί με την ψυχολογία της έρευνας. Είναι τελείως λάθος να πιστεύουμε ότι κάποιος προσδίδει το όποιο ενδιαφέρον στους ποσοτικούς νόμους που ανακαλύπτονται κατά τη διάρκεια της πειραματικής έρευνας –αν λάβουμε υπόψη αυτούς τους νόμους αυτούς καθαυτούς– όπως, για παράδειγμα, το γεγονός ότι η πίεση του ατμού ορισμένων χημικών ενώσεων ή η ειδική θερμότητα των στοιχείων εξαρτάται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τη θερμοκρασία. Το ενδιαφέρον μας για την όποια έρευνα τέτοιου τύπου οφείλεται στην περαιτέρω εξέταση την οποία έχουμε πρόθεση να αφιερώσουμε στο αποτέλεσμα το οποίο προσπαθούμε να πετύχουμε. Και εδώ, δεν έχει σχέση αν αυτή η αναμενόμενη εξέταση ή ο ειρμός υπάρχει ήδη με τη μορφή μιας σαφώς ορισμένης και πολύπλοκης θεωρίας ή αν είναι ήδη σε εμβρυικό στάδιο, δηλαδή απλώς μια αόριστη διαίσθηση στο μυαλό κάποιας διάνοιας στην πειραματική έρευνα.
Η ψυχολογική αλήθεια όσων ανέφερα γίνεται εμφανής τη στιγμή που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη δυσκολία τού να εξηγήσουμε στον απλό άνθρωπο γιατί κάποιος κάνει τη μία ή την άλλη έρευνα. Και όταν μιλώ για τον απλό άνθρωπο εδώ δεν εννοώ ότι ο όρος αφορά απλώς και μόνο εκείνους τους ανθρώπους που δεν αφιερώνουν τη σκέψη τους σε μη πρακτικά ζητήματα, είτε γιατί δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτά είτε γιατί επιβαρύνονται από την καθημερινότητα. Εννοώ ότι ο όρος έχει μια πολύ πιο ευρεία σημασία. Στον κύκλο μιας μορφωμένης κοινωνίας, η οποία ενώνει τους εκπρόσωπους διαφόρων κλάδων της επιστήμης και της λογοτεχνίας, έτσι ώστε να συνεργάζονται πάνω στην έρευνα, κάθε μέρα αναγνωρίζει κανείς στον εαυτό του τον απλό άνθρωπο με την παραπάνω έννοια. Και καθένας από τους συνανθρώπους του ανακαλύπτει, επίσης, ότι είναι ένας απλός άνθρωπος υπό την ίδια έννοια. Γιατί, έχοντας παρακολουθήσει τη διάλεξη ενός συναδέλφου του, συχνά δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί (όσο ασεβές και αν ακούγεται αυτό): μα, για όνομα του Θεού, γιατί κάνει τόση φασαρία τούτος εδώ ο τύπος; Ασφαλώς, αυτή η στάση δεν έχει στόχο να προσβάλει. Αλλά απεικονίζει πολύ καλά αυτό που θέλω να επισημάνω, δηλαδή ότι χρειάζεται ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ώστε κάποιος να παραδεχτεί άνετα τη μεγάλη σημασία ορισμένων και την ασημαντότητα άλλων από τα πολυάριθμα ερωτήματα που μπορούν να τεθούν για τη φύση. Στην περίπτωση που αναφέρθηκε μόλις τώρα (ας πούμε ότι ήταν η δική σας διάλεξη) μπορεί ένας συνάδελφος να σας πλησιάσει και να πει: «Λοιπόν, για πες μου γιατί σε ενδιαφέρει αυτό το συγκεκριμένο πράγμα. Σε μένα φαίνεται άκρως αδιάφορο, αν κτλ., κτλ. …». Και τότε θα επιχειρήσετε να του εξηγήσετε. Θα προσπαθήσετε να δείξετε όλες τις σχέσεις που έχει το θέμα σας με άλλα θέματα. Θα προσπαθήσετε να υπερασπιστείτε το προσωπικό σας ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο ζήτημα. Εννοώ ότι θα προσπαθήσετε να υπερασπιστείτε το γιατί ενδιαφέρεστε. Τότε ίσως παρατηρήσετε ότι τα συναισθήματά σας γίνονται πολύ πιο έντονα στη συγκεκριμένη συζήτηση απ’ ό,τι κατά τη διάρκεια της ίδιας της διάλεξης. Και θα συνειδητοποιήσετε ότι μόνο τώρα, στη συζήτηση με τον συνάδελφό σας, έχετε φτάσει σε εκείνες τις πτυχές του θέματος που είναι, κατά κάποιον τρόπο, πιο κοντά στην καρδιά σας.
Παρεμπιπτόντως, μπορώ να πω ότι εδώ συναντάμε ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ τού να φέρουμε κοντά τους εκπρόσωπους των απομακρυσμένων κλάδων της επιστήμης ή της λογοτεχνίας, ώστε να συνάψουν σχέσεις για να συνεργαστούν πάνω στην έρευνα. Αυτού του είδους οι σχέσεις είναι χρήσιμες και θεραπευτικές, γιατί κάνουν τον άνθρωπο να σκέφτεται πότε-πότε τι κάνει και να περιγράφει τους στόχους και τα κίνητρά του στους άλλους, τους οποίους θεωρεί ίσους σε έναν διαφορετικό τομέα του βασιλείου της γνώσης. Συνεπώς, θα μπει στον κόπο να προετοιμάσει μια κατάλληλη απάντηση στις ερωτήσεις τους. Γιατί θα νιώσει υπεύθυνος για το ότι δεν καταλαβαίνουν και δεν θα θεωρήσει υπεροπτικά ότι είναι λάθος τους αντί για δικό του.
Αλλά παρόλο που πρέπει να δεχτούμε ότι η ιδιαίτερη σημασία μιας έρευνας δεν μπορεί, ασφαλώς, να γίνει αντιληπτή, χωρίς να γνωρίζουμε όλη την τάση της έρευνας που προηγήθηκε και προσέλκυσε την προσοχή σε αυτό το συγκεκριμένο είδος πειραματισμού, μπορούμε και πάλι να αμφισβητήσουμε σοβαρά το αν αυτό το γεγονός παραπέμπει σε ένα άκρως υποκειμενικό στοιχείο στην επιστήμη. Γιατί, από την άλλη πλευρά, μπορεί να ειπωθεί ότι οι επιστήμονες σε ολόκληρο τον κόσμο συμφωνούν σε αρκετά μεγάλο βαθμό όσον αφορά το ποιες περαιτέρω έρευνες, στους αντίστοιχους τομείς μελέτης, θα εκτιμόνταν ή όχι. Μήπως αυτό δεν είναι μια απόδειξη αντικειμενικότητας;
Ας είμαστε ξεκάθαροι. Το επιχείρημα αφορά τους ερευνητές ανά την υφήλιο, αλλά μόνο εκείνους που ανήκουν σε έναν κλάδο της επιστήμης και σε μία εποχή. Αυτοί οι άνθρωποι πρακτικά συνιστούν μια ενότητα. Είναι μια σχετικά μικρή κοινότητα, αν και ευρέως διασκορπισμένη, και οι σύγχρονες μέθοδοι επικοινωνίας την έχουν καταστήσει ένα ενιαίο σύνολο. Τα μέλη της διαβάζουν τα ίδια περιοδικά. Ανταλλάσσουν ιδέες μεταξύ τους. Και το αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχει μια αρκετά ξεκάθαρη συμφωνία όσον αφορά το ποιες απόψεις είναι λογικές σχετικά με το ένα ή το άλλο θέμα. Υπάρχει επαγγελματικός ενθουσιασμός σχετικά με την όποια πρόοδο μπορεί να σημειωθεί, και οποιαδήποτε συγκεκριμένη επιτυχία μπορεί να επιτευχθεί σε μια χώρα ή από έναν άνθρωπο ή μια ομάδα ανθρώπων, θα χαιρετιστεί ως ένας κοινός θρίαμβος από το επάγγελμα ως σύνολο. Αναφορικά με αυτό, η διεθνής επιστήμη είναι σαν τα διεθνή σπορ και επίσης, μιας και τίποτε το άμεσα ωφελιμιστικό δεν αναμένεται από κανένα από τα δύο, ανήκουν και τα δύο στην υψηλότερη και αποστασιοποιημένη σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Τώρα, ο διεθνής χαρακτήρας της επιστήμης είναι κάτι πολύ καλό που μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης· αλλά καθιστά απλώς αυτή την «consensus omnium» (Σ.τ.Μ.: Λατινικά στο πρωτότυπο. Οικουμενική συμφωνία) ελαφρώς ύποπτη ως ένα επιχείρημα υπέρ της αντικειμενικότητας της επιστήμης. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση των διεθνών σπορ. Είναι απολύτως αληθές ότι υπάρχουν προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν μια αντικειμενική και αμερόληπτη καταγραφή τού πόσο ψηλά πήδηξε ο τάδε ή πόσο μακριά πέταξε τον δίσκο ο δείνα. Αλλά δεν είναι το άλμα εις ύψος και η ρίψη του δίσκου κυρίως ζήτημα τρόπου; Και δεν ισχύει το ίδιο με τη μία ή την άλλη σειρά πειραμάτων στη φυσική;
Στα δημόσια σπορ, είμαστε εξοικειωμένοι μόνο με ορισμένα είδη παιχνιδιών που έχουν αναπτυχθεί, κυρίως χάρη σε κάποιο σύγχρονο ενδιαφέρον ή λόγω φυλετικών προτιμήσεων ή κλιματικών συνθηκών· αλλά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυτά παρέχουν μια άκρως εξαντλητική ή αντικειμενική εικόνα του πού μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη μυική ικανότητα. Και στην επιστήμη είμαστε εξοικειωμένοι μόνο με έναν συγκεκριμένο όγκο πειραματικών αποτελεσμάτων, ο οποίος είναι απειροελάχιστος σε σύγκριση με τα αποτελέσματα που θα μπορούσαν να είχαν παραχθεί από άλλα πειράματα. Όπως ακριβώς θα ήταν μάταιο για κάποιον αθλητή στον κόσμο των σπορ να απασχολεί το μυαλό του προκειμένου να παράγει κάτι καινούργιο –γιατί θα είχε ελάχιστη ή καθόλου ελπίδα να το μεταβιβάσει– το ίδιο μάταιο θα ήταν και για κάποιον επιστήμονα να περιορίζει τη φαντασία του προς μια έρευνα την οποία μέχρι τώρα δεν έχει σκεφτεί κανείς. Οι περιπτώσεις, τις οποίες έχω ήδη παραθέσει από την ιστορία της επιστήμης, αποδεικνύουν ακριβώς αυτό.
Ο πολιτισμός μας συνιστά ένα οργανικό σύνολο. Τα τυχερά εκείνα άτομα που μπορούν να αφιερώσουν τη ζωή τους στο επάγγελμα της επιστημονικής έρευνας δεν είναι μόνο βοτανολόγοι ή φυσικοί ή χημικοί. Είναι άντρες και παιδιά της εποχής τους. Ο επιστήμονας δεν μπορεί να αποποιηθεί τα εγκόσμια, όταν μπαίνει στο εργαστήριό του ή όταν ανεβαίνει πάνω στο βήμα, στην αίθουσα διαλέξεων. Το πρωί, το πρωταρχικό ενδιαφέρον του μέσα στην τάξη ή στο εργαστήριο μπορεί να είναι η έρευνά του· αλλά τι έκανε το προηγούμενο απόγευμα ή βράδυ; Συμμετέχει σε δημόσιες συναντήσεις, όπως και άλλοι, ή διαβάζει γι’ αυτές στον Τύπο. Δεν μπορεί ούτε και επιθυμεί να ξεφύγει από τις συζητήσεις γύρω από τον όγκο των ιδεών που κατακλύζουν συνεχώς το προσκήνιο του δημόσιου ενδιαφέροντος, ιδίως στις μέρες μας. Ορισμένοι επιστήμονες είναι λάτρεις της μουσικής, μερικοί διαβάζουν μυθιστορήματα και ποίηση, κάποιοι πηγαίνουν θέατρο. Άλλοι ενδιαφέρονται για τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Και αν κάποιος πιστεύει ότι θα μπορούσε στ’ αλήθεια να ξεφύγει από την επίδραση του κινηματογράφου, γιατί δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν, σίγουρα κάνει λάθος. Γιατί δεν μπορεί ούτε να περπατήσει στον δρόμο, χωρίς να προσέξει τις αφίσες των αστέρων του κινηματογράφου και τα διαφημιστικά πανό. Εν ολίγοις, είμαστε κομμάτι του πολιτισμικού μας περιβάλλοντος.
IV
Απ’ όλα αυτά προκύπτει ότι η εκδήλωση του ενδιαφέροντος κάποιου για ένα συγκεκριμένο αντικείμενο και για συγκεκριμένες κατευθύνσεις πρέπει απαραίτητα να επηρεάζεται από το περιβάλλον ή από αυτό που θα μπορούσε να αποκαλεστεί πολιτισμικό περιβάλλον ή πνεύμα της εποχής στην οποία ζει. Σε όλους τους τομείς του πολιτισμού μας υπάρχει μια γενική θέαση του κόσμου που είναι κυρίαρχη και υπάρχουν και πολλές δραστηριότητες που είναι ελκυστικές, γιατί είναι η μόδα της εποχής, είτε στην πολιτική είτε στην τέχνη είτε στην επιστήμη. Αυτές γίνονται, επίσης, αισθητές στη «θετική» επιστήμη της φυσικής.
Τώρα, πώς μπορούμε να αντιληφθούμε και να επισημάνουμε τέτοιου είδους υποκειμενικές επιρροές στη δουλειά; Δεν είναι εύκολο να το κάνουμε αυτό, αν περιοριστούμε στη σύγχρονη προοπτική· γιατί δεν υπάρχουν συντεταγμένες αναφοράς μέσα στο ίδιο πολιτισμικό περιβάλλον για να δείξουν σε ποιο βαθμό επηρεάζονται οι μεμονωμένες κατευθύνσεις από το πνεύμα του περιβάλλοντος ως σύνολο. Επί του παρόντος, πρακτικά μία και μόνη κουλτούρα επικρατεί σε ολόκληρη τη γη, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη της επιστήμης και της τέχνης σε διαφορετικές χώρες να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από μία και την ίδια γενική τάση των καιρών. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι καλύτερα να χρησιμοποιήσω ορισμένες ιστορικές στιγμές για να διευκρινίσω τι είπα, γιατί στο παρελθόν οι οργανικές κουλτούρες περιορίζονταν σε πολύ μικρότερες περιοχές και υπήρχε μια μεγαλύτερη ποικιλία αυτών την ίδια εποχή σε αυτόν τον πλανήτη.
Η αρχαιοελληνική κουλτούρα είναι ένα κλασικό παράδειγμα του πώς η κάθε δραστηριότητα μέσα σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον κυριαρχείται από τη γενική τάση της ίδιας της κουλτούρας. Στην ελληνική επιστήμη και τέχνη και σε ολόκληρη την ελληνική θέαση της ζωής μπορούμε αμέσως να διακρίνουμε ένα κοινό χαρακτηριστικό. Η καθαρή, διάφανη και αυστηρή δομή της ευκλείδειας γεωμετρίας συμφωνεί με τις λιτές, απλές και περιορισμένες μορφές του αρχαιοελληνικού ναού. Η όλη δομή του ναού είναι μικρή, προσιτή, απολύτως ορατή, εντός του οπτικού πεδίου του απλού παρατηρητή· δεν χάνεται πουθενά ούτε και διαφεύγει της προσοχής του στην προέκταση ή τη μορφή της. Πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό από τη γοτθική αρχιτεκτονική. Ομοίως και στην περίπτωση της ελληνικής επιστήμης, η ιδέα του απείρου σπάνια γίνεται κατανοητή. Η έννοια μιας απεριόριστης διαδικασίας τρόμαζε τους Έλληνες, όπως αποδεικνύεται στο περίφημο παράδοξο του Αχιλλέα και της χελώνας (Σ.τ.Μ.: Ένα από τα πιο γνωστά παράδοξα του Ζήνωνα του Ελεάτη. Σύμφωνα με αυτό, σε έναν αγώνα δρόμου μεταξύ του Αχιλλέα και της χελώνας δίνεται ένα προβάδισμα 100 μέτρων στη χελώνα μιας και αυτή είναι πιο αργή. Ο Ζήνων ισχυρίστηκε ότι θα νικήσει τερματίζοντας πρώτη η χελώνα. Όπως αποδεικνύεται με τη χρήση των μαθηματικών, η χελώνα θα τερματίσει πρώτη μόνο αν η συνολική διαδρομή είναι μικρότερη από 111,11… μέτρα, αλλιώς θα τερματίσει πρώτος ο Αχιλλέας). Ο ελληνικός νους δεν θα μπορούσε να είχε ενδιαφερθεί για τον ορισμό του Dedekind[10] όσον αφορά τον άρρητο αριθμό, παρόλο που η ιδέα του άρρητου υπήρχε ήδη στη συνοπτική μορφή της διαγωνίου του τετραγώνου ή του κύβου.
Το αρχαίο θέατρο, ιδίως εκείνο των πρώιμων εποχών, είναι απολύτως στατικό σε σύγκριση με το δικό μας. Υπάρχει ελάχιστη ή καθόλου δράση. Παρουσιάζεται μια τραγική κατάσταση και η δράση περιορίζεται στην απόφαση την οποία παίρνει ένα ανθρώπινο ον σε ορισμένες συγκεκριμένες συνθήκες. Ομοίως, από την ελληνική φυσική λείπει η δυναμική. Οι Έλληνες δεν ονειρεύονταν να αναλύσουν την κίνηση στις μεμονωμένες επακόλουθες φάσεις της ούτε ρωτούσαν ανά πάσα στιγμή για την αιτία τού τι θα συνέβαινε την επόμενη στιγμή, όπως έκανε ο Νεύτωνας. Οι Έλληνες θα θεωρούσαν αυτό το είδος της ανάλυσης ασήμαντο και ασύμβατο με την αίσθηση αισθητικής τους. Θεωρούσαν τη διαδρομή στην οποία κινούνταν ένα σώμα ως σύνολο, όχι ως κάτι που αναπτύσσεται, αλλά ως κάτι που υπάρχει ήδη εκεί εξολοκλήρου. Αναζητώντας τον απλούστερο τύπο κίνησης, απέκλειαν την ευθύγραμμη κίνηση, γιατί η ευθεία γραμμή δεν γίνεται αντιληπτή σε όλο το εύρος της – η ευθύγραμμη κίνηση δεν ολοκληρώνεται ποτέ και δεν μπορεί ποτέ να γίνει αντιληπτή ως σύνολο. Παρατηρώντας τον έναστρο ουρανό, οι Έλληνες βοηθήθηκαν όσον αφορά τη δυσκολία που αντιμετώπιζαν σχετικά με την κίνηση. Συνήγαγαν από αυτόν ότι μια κυκλική διαδρομή, η οποία πραγματοποιείται ομοιόμορφα, είναι η πιο τέλεια και φυσική κίνηση ενός σώματος και ότι ελέγχεται και ενεργοποιείται από ένα μεγαλύτερο κεντρικό σώμα. Δεν πιστεύω ότι δικαιολογούμαστε σήμερα να γελάμε με αυτό το απλοϊκό οικοδόμημα του ελληνικού νου. Μέχρι προ ολίγου, κάναμε το ίδιο κι εμείς με την κβαντική θεωρία του ατόμου. Faute de mieux (Σ.τ.Μ.: Γαλλικά στο πρωτότυπο. Μην έχοντας στη διάθεσή μας τίποτα καλύτερο) αρκεστήκαμε σε παρόμοιες απλοϊκές σκέψεις και διατυπώσεις και τα βήματα που επιχειρήσαμε πέρα από αυτές έδωσαν έμφαση στο φιάσκο της νευτώνειας διαφορικής ανάλυσης αντί για το αντίθετο.
Ας πάρουμε τώρα ένα άλλο παράδειγμα. Η ιδέα της εξέλιξης είχε τη μεγαλύτερη επιρροή από οποιαδήποτε άλλη ιδέα σε όλους τους τομείς της σύγχρονης επιστήμης και της σύγχρονης ζωής ως σύνολο, στη γενική δομή της και στην ειδική παρουσίασή της από τον Δαρβίνο (κυρίως, την αυτόματη προσαρμογή από την επιβίωση του ικανότερου). Ως ένδειξη του πόσο βαθιά ήταν αυτή η ιδέα, θα μπορούσαμε αρχικά να φέρουμε στο νου το γεγονός ότι ακόμη και ένα τόσο ανοιχτό μυαλό όσο εκείνο του Σοπενχάουερ δεν μπορούσε να τη συλλάβει (πράγματι, την απέρριψε εξολοκλήρου, γιατί θεωρούσε ότι ερχόταν σε αντίθεση με τη δική του εξίσου βαθιά αντίληψη ότι το «Τώρα» είναι πάντα η μία και η ίδια στιγμή του χρόνου και ότι το «Εγώ» είναι πάντα το ένα και το ίδιο άτομο) –ενώ, από την άλλη, η φιλοσοφία του Χέγκελ, ενσαρκώνοντας αυτή την ιδέα, παράτεινε τη διάρκειά της μέχρι σήμερα– πολύ πιο πέρα από τη φυσική της διάρκεια. Επιπλέον, ο Ernst Mach την εφάρμοσε στην ίδια την επιστημονική διαδικασία, την οποία έβλεπε ως μια σταδιακή προσαρμογή των σκέψεων στα γεγονότα μέσα από μια επιλογή τού τι θεωρούμε πιο χρήσιμο για να ταιριάξει με τα γεγονότα και μια απόρριψη του λιγότερο κατάλληλου. Στην αστροφυσική, έχουμε μάθει να κοιτάμε τους διάφορους τύπους αστεριών ως διαφορετικά στάδια σε μία και μόνη αστρική εξέλιξη. Και πολύ πρόσφατα είδαμε να διατυπώνεται η ιδέα ότι ίσως το σύμπαν στο σύνολό του δεν είναι σε μια στάσιμη κατάσταση, αλλά ότι σε μια ορισμένη χρονική στιγμή, η οποία σχετικά δεν είναι πολύ πριν, άλλαξε από μια άκρως διαφορετική κατάσταση σε μια σταθερά επεκτεινόμενη κατάσταση, η οποία, σύμφωνα με τις απίθανες παρατηρήσεις του Χαμπλ, φαίνεται να είναι η τωρινή του κατάσταση. (Αυτές οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι οι φασματικές γραμμές των πολύ μακρινών νεφελωμάτων αλλάζουν σημαντικά σε μεγαλύτερα μήκη κύματος και ότι αυτή η μετατόπιση είναι ανάλογη με την απόστασή τους. Αυτό το γεγονός δείχνει πολύ μεγάλες ταχύτητες όσον αφορά αυτά τα συστήματα, τα οποία απομακρύνονται από εμάς, ώστε θα ήταν σαν ολόκληρο το σύμπαν να βρίσκεται σε μια διαδικασία γενικής διαστολής). Δεν θεωρούμε αυτή την υπόθεση μια απλή φαντασίωση, γιατί έχουμε εξοικειωθεί με την ιδέα της εξέλιξης. Αν αυτού του είδους οι ιδέες είχαν διατυπωθεί σε μια πρωιμότερη εποχή, σίγουρα θα είχαν απορριφθεί ως παράλογες.
Όλα αυτά δείχνουν σε τι βαθμό η επιστήμη εξαρτάται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής της οποίας αποτελεί κομμάτι. Όταν βρισκόμαστε εν μέσω μιας γενικής κατάστασης οι ίδιοι είναι δύσκολο για μας να διακρίνουμε γενικές ομοιότητες. Από τη στιγμή που βρισκόμαστε τόσο κοντά, έχουμε την τάση να βλέπουμε μόνο τις έντονες διακρίσεις και όχι να παρατηρούμε τις ομοιότητες. Είναι όπως ακριβώς όταν βλέπουμε για πρώτη φορά τα διάφορα μέλη της ίδιας οικογένειας, το ένα μετά το άλλο· τότε είναι που διακρίνουμε αμέσως τις ομοιότητες, αλλά αν γνωρίσουμε εις βάθος την οικογένεια, τότε βλέπουμε μόνο τις διαφορές. Το ίδιο και όταν ζούμε σε μια πολιτισμική εποχή, είναι δύσκολο να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά που είναι κοινά σε διάφορους κλάδους της ανθρώπινης δραστηριότητας τη συγκεκριμένη εποχή. Ας δούμε άλλο ένα παράδειγμα για να το δείξουμε αυτό. Ένας Γερμανός πατέρας που κοιτάει τις ζωγραφιές του δεκάχρονου γιου του θα παρατηρήσει μόνο τις μεμονωμένες ιδιότητες και δεν θα διακρίνει αμέσως την επιρροή ενός γενικού ευρωπαϊκού τύπου ζωγραφικής και σχεδίασης. Αλλά αν κοιτάξει τις ζωγραφιές ενός μικρού Γιαπωνέζου, θα αναγνωρίσει αμέσως την επιρροή του γιαπωνέζικου στιλ ως συνόλου. Σε κάθε περίπτωση, η απλοϊκή προσπάθεια του αγοριού ελέγχεται και διαμορφώνεται, ακόμη και στη μικρότερή της λεπτομέρεια, από την καλλιτεχνική παράδοση στο πλαίσιο της οποίας ζει και δημιουργεί.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Το πορτραίτο του Schrödinger φιλοτέχνησε ο εικαστικός Χρήστος Αλαβέρας από τη Θεσσαλονίκη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] O Walther Hermann Nernst (25 Ιουνίου 1864 – 18 Νοεμβρίου 1941) ήταν Γερμανός φυσικός και φυσικοχημικός με σημαντικό έργο στη θερμοδυναμική, τη φυσικοχημεία, την ηλεκτροχημεία και τη φυσική στερεάς κατάστασης. Η διατύπωση του θερμικού θεωρήματος που φέρει το όνομά του άνοιξε τον δρόμο για τη διατύπωση του 3ου Θερμοδυναμικού Νόμου για τον οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ στη Χημεία το 1920.
[2] Ο Peter Joseph William Debye (24 Μαρτίου 1864 – 2 Νοεμβρίου 1966) ήταν Ολλανδο-Αμερικανός φυσικός και φυσικοχημικός, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ στη Χημεία το 1936 για τις μελέτες του πάνω στη δομή των μορίων μέσω των ανακαλύψεων πάνω στις μοριακές διπολικές ροπές και για την περίθλαση των ακτινών-Χ και των ηλεκτρονίων στα αέρια.
[3] Ο Francesco Maria Grimaldi (2 Απριλίου 1618 – 28 Δεκεμβρίου 1663) ήταν Ιταλός Ιησουίτης ιερωμένος, μαθηματικός και φυσικός που δίδαξε στο Ιησουιτικό Κολλέγιο της Μπολόνια. Ήταν μάλλον ο πρώτος που έκανε ακριβείς παρατηρήσεις πάνω στην περίθλαση του φωτός και αυτός που καθιέρωσε τον όρο.
[4] Ο Christian Huygens (14 Απριλίου 1629 – 8 Ιουλίου 1695) ήταν Ολλανδός μαθηματικός, φυσικός, μηχανικός, αστρονόμος και εφευρέτης, που θεωρείται εξέχουσα φυσιογνωμία της Επιστημονικής Επανάστασης. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του στην ανάπτυξη της κυματικής θεωρίας του φωτός, καθώς και στην αστρονομία με την ανακάλυψη του Τιτάνα, του μεγαλύτερου φεγγαριού του Κρόνου.
[5] Ο Werner Karl Heisenberg (5 Δεκεμβρίου 1901 – 1 Φεβρουαρίου 1976) ήταν Γερμανός θεωρητικός φυσικός, ένας από τους πρωτοπόρους της κβαντικής μηχανικής. Είχε σημαντική συμβολή στο πρόγραμμα πυρηνικών όπλων της Ναζιστικής Γερμανίας. Για την έρευνά του πάνω στη θεμελίωση της κβαντικής θεωρίας τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ στη Φυσική το 1932.
[6] Ο Thomas Young (13 Ιουνίου 1773 – 10 Μαΐου 1829) ήταν αυτός ο οποίος με τα πειράματά του καθιέρωσε την κυματική θεωρία του φωτός που είχε διατυπωθεί από τον Christian Huygens σε αντίθεση με τη σωματιδιακή θεωρία του Νεύτωνα. Ήταν ένας πολυμαθής, ο οποίος μάλιστα έπαιξε και σημαντικό ρόλο στην αποκρυπτογράφηση της Στήλης της Ροζέττα.
[7] Ο Augustin-Jean Fresnel (10 Μαΐου 1788 – 14 Ιουλίου 1827) ήταν Γάλλος πολιτικός μηχανικός και φυσικός, του οποίου η έρευνα στην οπτική οδήγησε στην καθολική αποδοχή της κυματικής θεωρίας του φωτός, απορρίπτοντας κάθε υπόλειμμα της νευτώνειας σωματιδιακής θεώρησης μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα.
[8] Ο Ernst Waldfried Josef Wenzel Mach (18 Φεβρουαρίου 1838 – 19 Φεβρουαρίου 1916) ήταν Αυστριακός φυσικός και φιλόσοφος που συνεισέφερε με την έρευνά του στη μελέτη των κρουστικών κυμάτων. Στη φιλοσοφία ήταν εκπρόσωπος του Λογικού Θετικισμού. Η κριτική του στη νευτώνεια φυσική άνοιξε τον δρόμο για την έλευση της Θεωρίας της Σχετικότητας.
[9] Ο Gustav Robert Kirchhoff (12 Μαρτίου 1824 – 17 Οκτωβρίου 1887) ήταν ένας Γερμανός φυσικός και μαθηματικός που συνεισέφερε στην θεμελιώδη κατανόηση των ηλεκτρικών κυκλωμάτων, της φασματοσκοπίας και της εκπομπής ακτινοβολίας μέλανος σώματος από θερμά αντικείμενα.
[10] Ο Julius Wilhelm Richard Dedekind (6 Οκτωβρίου 1831 – 12 Φεβρουαρίου 1916) ήταν Γερμανός μαθηματικός με μεγάλη συνεισφορά στη θεωρία των αριθμών, την Άλγεβρα και την αξιωματική θεμελίωση της Αριθμητικής, με πιο γνωστό του επίτευγμα τον ορισμό των πραγματικών αριθμών.