Το ΙnS συνεχίζει ένα κύκλο συνεντεύξεων με τους ανθρώπους που βρίσκονται «πίσω» από το επιστημονικό βιβλίο, μεταφραστές, διορθωτές, επιμελητές, εκδότες και άλλους. Είναι εκείνοι που καταθέτουν το μόχθο τους ώστε το βιβλίο να φτάσει άρτιο στο αναγνωστικό κοινό. Σε αυτήν τη συνέντευξη συζητούμε με την επιμελήτρια και μεταφράστρια επιστημονικών βιβλίων των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (ΠΕΚ) Μαριλένα Παπαϊωάννου.
-InS: Κατ’ αρχάς θα ήθελα να σας ρωτήσω για τον επιστημονικό σας «οπλισμό» με τον οποίο εισήλθατε στο χώρο των μεταφράσεων επιστημονικών βιβλίων. Πείτε μας κάποια λόγια για τις σπουδές σας.
Σπούδασα μοριακή βιολογία και γενετική. Η διδακτορική μου έρευνα ήταν στο πεδίο της αναπτυξιακής βιολογίας – αφορούσε τη συμμετοχή μικρών μορίων RNA (microRNA, όπως λέγονται) στην αναπαραγωγική διαδικασία των θηλαστικών. Η μεταδιδακτορική μου έρευνα ήταν επίσης στο πεδίο της αναπτυξιακής βιολογίας – πάλι ασχολήθηκα με τα microRNA, αλλά εστιάζοντας στον ρόλο που παίζουν στην ανάπτυξη των βλαστικών κυττάρων στον άνθρωπο.
-InS: Τι ήταν αυτό που σας έκανε να στραφείτε στη μετάφραση;
Επέστρεψα στην Ελλάδα το 2013, μόλις ολοκλήρωσα τη μεταδιδακτορική μου έρευνα στην Αμερική, γιατί είχα αποφασίσει ότι ο κύκλος της έρευνας για εμένα είχε κλείσει. Ήθελα να φροντίσω άλλες πτυχές και άλλα ενδιαφέροντά μου που, λόγω της ενασχόλησής μου με την έρευνα, είχα εγκαταλείψει σχεδόν πλήρως. Δεν ήθελα βέβαια να αφήσω την επιστήμη εν γένει, μόνο την έρευνα. Ψάχνοντας, λοιπόν, τι θα μπορούσα να κάνω επαγγελματικά –και επειδή ανέκαθεν ήθελα να εμπλακώ με κάποιον τρόπο στην εκπαιδευτική διαδικασία, την ευρύτερη επικοινωνία της επιστήμης στο κοινό– σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο να ασχοληθώ με το επιστημονικό βιβλίο. Έτσι θα μπορούσα να συνδυάσω τα δύο πράγματα που αγαπούσα πάντα, την επιστήμη και το βιβλίο. Αφού χτύπησα πολλές πόρτες, έκανα ένα δοκιμαστικό για τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (ΠΕΚ) το οποίο κατέληξε εντέλει σε μια υπέροχη, δεκαετή και πλέον, συνεργασία!
-InS: Πόσα χρόνια είστε σε αυτόν τον χώρο; Πότε κάνατε την πρώτη σας μετάφραση επιστημονικού βιβλίου και ποιο ήταν αυτό;
Είμαι στον χώρο του επιστημονικού βιβλίου από το 2014. Η πρώτο δουλειά που ανέλαβα για τις ΠΕΚ δεν ήταν μετάφραση, αλλά επιμέλεια. Ήταν για το βιβλίο Τα ίχνη της εμπειρίας: Νευρωνική πλαστικότητα και η συνάντηση της βιολογίας με την ψυχανάλυση των François Ansermet και Pierre Magistretti. Επειδή ακριβώς ήταν το πρώτο βιβλίο που αναλάμβανα, έκανα την επιμέλεια σε συνεργασία με τον Νίκο Κουμπιά των ΠΕΚ. Η μετάφραση είχε γίνει από τη Βασιλική Βακάκη βάσει της αγγλικής έκδοσης του βιβλίου, όμως την επιμέλεια την κάναμε βάσει και του γαλλικού πρωτότυπου, γιατί διαπιστώσαμε ότι η αγγλική έκδοση ήταν κάπως προβληματική. Το βιβλίο μιλά εν ολίγοις για τα ίχνη που αφήνουν οι εμπειρίες, αφενός στον ανθρώπινο εγκέφαλο, αφετέρου στην ψυχή του – είναι ένα βιβλίο που περιγράφει τα σημεία συνάντησης της νευροβιολογίας με την ψυχανάλυση. Το πρώτο βιβλίο στο οποίο συμμετείχα ως μεταφράστρια ήταν ένα σύγγραμμα, η Βιολογία των Μικροοργανισμών του Brock, επίσης από τις ΠΕΚ.
-InS: Θα θέλατε να μας θυμήσετε τις μεταφραστικές σας εργασίες που αφορούν βιβλία σχετικά με την επιστήμη;
Έχω μεταφράσει αρκετά βιβλία τα τελευταία δέκα χρόνια, οπότε θα ξεχωρίσω τρία: Αρχικά, το Αθέατο σώμα (ΠΕΚ, 2024) του Daniel Davis. Ο Davis παρουσιάζει σημαντικές ανακαλύψεις στον τομέα της ανθρώπινης βιολογίας, οι οποίες αφορούν έξι θεματικά πεδία (το κύτταρο, το έμβρυο, τα όργανα και τα συστήματα του σώματος, τον εγκέφαλο, το μικροβίωμα και το γονιδίωμα). Ουσιαστικά, μιλά για την πολυπλοκότητα αλλά και τις δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος. Το δεύτερο βιβλίο είναι η Προσαρμοστική ογκογένεση (ΠΕΚ, 2023) του James DeGregori. Πρόκειται για πιο δύσκολο κείμενο, που απευθύνεται μάλλον σε ένα πιο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Πραγματεύεται μια αρκετά δυσνόητη θεωρία –το πώς αναπτύσσεται ένας καρκινικός όγκος μέσα στο σώμα μας– υπό το πρίσμα της εξέλιξης. Και το τρίτο είναι η Συνείδηση (ΠΕΚ, 2025) της Patricia Churchland, το οποίο προσπαθεί να εξηγήσει από πού πηγάζουν οι ηθικές μας πεποιθήσεις, βάσει δεδομένων γενετικής, νευροεπιστήμης και μελετών του φυσικού περιβάλλοντος.
-InS: Αν σας ρωτούσαν να αναφέρατε ποιο βιβλία σας «αγαπάτε περισσότερο» ως μεταφράστρια και ποιο ως αναγνώστρια, τι θα λέγατε;
Ως αναγνώστρια αγαπώ βιβλία στα οποία δεν έχω εμπλακεί με κανέναν τρόπο – αλλιώς απολαμβάνεις ένα βιβλίο όταν το διαβάζεις χωρίς να ψάχνεις διαρκώς το λάθος! Ένα τέτοιο βιβλίο ήταν το Η μηχανή της γένεσης των Amy Webb και Andrew Hessel (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, ΠΕΚ, 2024), το οποίο νομίζω πως είναι ένα από τα πιο χρήσιμα αναγνώσματα για τους μη ειδήμονες που θέλουν να καταλάβουν πού περίπου βρισκόμαστε σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες τις συνθετικής βιολογίας. Επίσης, το βιβλίο του Σπύρου Σφενδουράκη Στον καθρέφτη του Δαρβίνου (ΠΕΚ, 2021), το οποίο εκτός από απολαυστικά γραμμένο είναι και πολύ κατατοπιστικό –άρα χρήσιμο–, καθότι αποσαφηνίζει παρεξηγημένες και μη έννοιες της εξέλιξης. Ως μεταφράστρια, αγάπησα πολύ τα Γενετήσια παιχνίδια (ΠΕΚ, 2019) του Menno Schilthuizen, αφενός γιατί το περιεχόμενο του βιβλίου ήταν κοντά στη δική μου διδακτορική έρευνα (πραγματεύεται το πώς έχουν εξελιχθεί σε βάθος χρόνου τα αναπαραγωγικά όργανα διαφόρων ειδών), αφετέρου γιατί ο Schilthuizen γράφει με χιούμορ χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην επιστημονική ακρίβεια.
-InS: Πόσο δύσκολη είναι αυτή η δουλειά, δηλαδή η μετάφραση/επιμέλεια ενός βιβλίου για την επιστήμη; Έχετε κάποια ιδιαίτερη στρατηγική με την οποία προσεγγίζετε την μετάφραση ενός βιβλίου;
Ασχολούμαι πολύ περισσότερο με την επιμέλεια παρά με τη μετάφραση. Έχω, εν ολίγοις, επιμεληθεί περισσότερα βιβλία απ’ όσα έχω μεταφράσει. Προσωπικά έχω την αίσθηση ότι συνήθως η επιμέλεια είναι πολύ πιο δύσκολη από τη μετάφραση. Δεν μιλάω για τις περιπτώσεις που έρχεται στα χέρια σου μια καλή μετάφραση – τότε η επιμέλεια είναι μια «ομαλή» διαδικασία, σχετικά εύκολη. Όταν όμως φτάνει στα χέρια σου μια κακή μετάφραση –ένα κακογραμμένο κείμενο γενικά –, τότε η επιμέλεια μπορεί να είναι από δύσκολη έως εξαντλητική. Και δεν είναι σπάνιες αυτές οι περιπτώσεις – καμιά φορά, μάλιστα, ένα κείμενο χρειάζεται να γραφτεί σχεδόν εξαρχής. Είναι πολλά τα στοιχεία που πρέπει να φροντίσει ο επιμελητής. Πρέπει να δει αν το κείμενο έχει ρέουσα γλώσσα, να εντοπίσει ασυνταξίες, να δει αν οι επιστημονικοί όροι και πρωτίστως το «μήνυμα» του συγγραφέα έχουν αποδοθεί ορθά, αν το ύφος έχει διατηρηθεί κατά το δυνατόν περισσότερο κ.ά. Σε μια κακή μετάφραση, η επιμέλεια μπορεί να είναι πραγματικός Γολγοθάς – σημειωτέον δε, η επιμέλεια αμείβεται κατά κανόνα λιγότερο από ό,τι η μετάφραση (πράγμα που σε περίπτωση καλής μετάφρασης είναι λογικό και δίκαιο, αλλά σε περίπτωση κακής μετάφρασης είναι άστοχο). Προσωπικά ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζω κάθε βιβλίο, είτε το επιμελούμαι είτε το μεταφράζω, έχει διαμορφωθεί βάσει της εμπειρίας μου: Αρχικά κάνω το «πρώτο χέρι» δουλειάς, που είναι πιο αδρό, δηλαδή στην περίπτωση της επιμέλειας κάνω τη βασική αντιπαραβολή με το πρωτότυπο κείμενο, χωρίς να με απασχολεί τίποτε άλλο παρά μόνον η ακρίβεια στο περιεχόμενο, ενώ στην περίπτωση της μετάφρασης αποδίδω σχεδόν επί λέξει το κείμενο, και πάλι χωρίς να νοιάζομαι για συνδετικές λέξεις, για ύφος, κ.λπ. Μετά έρχεται το «δεύτερο χέρι» της δουλειάς, το πιο λεπτομερές και χρονοβόρο, αυτό κατά το οποίο, λέξη-λέξη, μελετώ το κείμενο που έχω επιμεληθεί ή μεταφράσει, και το «σουλουπώνω», φροντίζω τη σύνταξή του, τις λεκτικές μεταβάσεις, τη ροή του κειμένου εν γένει. Και στο τέλος πια, στο «τρίτο χέρι» κάνω την τελική ανάγνωση για να εντοπίσω τυχόν παραλείψεις και να κάνω ίσως διορθώσεις.
-InS: Εδώ και περίπου τέσσερις δεκαετίες το βιβλίο επιστημονικής εκλαΐκευσης καταλαμβάνει ένα ιδιαίτερο και σημαντικό τμήμα των επιστημονικών εκδόσεων. Μέσω αυτού του είδους βιβλίων φτάνουν στο ευρύτερο κοινό τα επιτεύγματα της επιστήμης. Τι ιδιαιτερότητες παρουσιάζει η μετάφραση αυτών των βιβλίων; Έχει απήχηση στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό το βιβλίο της επιστημονικής εκλαΐκευσης;
Η βασική ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει η μετάφραση βιβλίων επιστημονικής εκλαΐκευσης είναι ότι, ιδανικά, πρέπει να γίνεται από ανθρώπους που έχουν συνάφεια με το εκάστοτε αντικείμενο· και, αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε να γίνεται η επιμέλειά του από έναν τέτοιο άνθρωπο. Υπάρχουν, φυσικά, και επαγγελματίες μεταφραστές που έχουν εξειδικευτεί στο επιστημονικό κείμενο, αλλά έχω την αίσθηση ότι είναι λίγοι και ενίοτε όχι αρκούντως εξειδικευμένοι για ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στις ΠΕΚ κάνουμε συστηματικά διπλή επιμέλεια –γλωσσική και επιστημονική–, ακόμα μάλιστα κι αν η μετάφραση έχει γίνει από άνθρωπο με επιστημονική γνώση του αντικειμένου. Και αυτό, προφανώς, διότι στόχος είναι η έκδοση βιβλίων που θα πληρούν υψηλά επιστημονικά πρότυπα όντας παράλληλα προσιτά στον μέσο, μη ειδήμονα, αναγνώστη.
Σε ό,τι αφορά την απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, ομολογώ πως δεν μπορώ να μιλήσω γενικά για το βιβλίο επιστημονικής εκλαΐκευσης. Δεν έχω ευρεία εικόνα επί του θέματος – εννοώ ότι δεν ξέρω πώς πηγαίνουν τέτοια βιβλία άλλων εκδοτικών οίκων. Πάντως, τα βιβλία των ΠΕΚ βλέπουμε ότι έχουν μεγάλη απήχηση στους αναγνώστες, κάποια μάλιστα περισσότερο απ’ ό,τι θα περιμέναμε βάσει της θεματικής τους εξειδίκευσης. Σε κάθε περίπτωση, το πώς διαμορφώνεται η απήχηση μιας σειράς βιβλίων στο κοινό είναι μια μάλλον σταδιακή διαδικασία, η οποία εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Και όσο το αναγνωστικό κοινό εκτίθεται σε καλά βιβλία, προσιτά στους μη ειδήμονες, τόσο πιο κοντά θα έρχεται στο βιβλίο και στην επιστήμη εν γένει – αυτό είναι, άλλωστε, το ζητούμενο.
-InS: Έχετε μεταφράσει και άλλα είδη βιβλίων πέρα από αυτά που αφορούν στην επιστήμη; Αν ναι, ποια;
Όχι – δεν θα το τολμούσα ποτέ. Είμαι βιολόγος που μπορεί να επιμεληθεί και να μεταφράσει επιστημονικά κείμενα συναφή με το αντικείμενό μου. Η μετάφραση λογοτεχνίας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό – μια τέχνη, θα έλεγα, που για να την κάνεις πρέπει να έχεις διαφορετικό υπόβαθρο από το δικό μου.
-InS: Οι μεγάλες αλλαγές που ήδη έχουν συντελεστεί στην τεχνολογία (μεταφραστικές μηχανές) και η Τεχνητή Νοημοσύνη, που πλέον δηλώνει «βροντερό παρών» στη ζωή μας, τι αλλαγές φέρνουν στην μετάφραση; Φοβάστε για το μέλλον σας ως μεταφράστρια;
Μηχανές μετάφρασης υπάρχουν εδώ και πολλά χρόνια, απλώς με την έκρηξη που έχει σημειωθεί τα τελευταία 3-4 χρόνια στο πεδίο της ΤΝ, η κατάσταση έχει γίνει πράγματι πολύ πιο σύνθετη. Προσωπικά δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ μηχανή μετάφρασης. Έχουν όμως φτάσει στα χέρια μου κείμενα για να τα επιμεληθώ τα οποία πολύ γρήγορα έχω αντιληφθεί ότι είναι προϊόν μεταφραστικής μηχανής. Το πρόβλημα δεν είναι καθαυτή η χρήση μιας τέτοιας μηχανής – ώς έναν βαθμό μπορώ και να την καταλάβω, παρότι εμένα δεν μου αρέσει. Το πρόβλημα είναι ότι αρκετές φορές έχει τύχει ο μεταφραστής να παραδώσει ένα κείμενο χωρίς να το επιμεληθεί κάπως, χωρίς καν να το διαβάσει – αν το έκανε, θα διαπίστωνε ότι σε πολλά σημεία το κείμενο απλώς δεν διαβάζεται. Η μετάφραση, όμως, ακόμα και η επιστημονική που κάποιος θα έλεγε ότι είναι πιο «στεγνή», δεν συνίσταται απλώς σε μια επί λέξει απόδοση ενός κειμένου. Είναι μια διαδικασία συναρμογής, μια προσπάθεια εναρμόνισης λέξεων, τέτοιας ώστε αυτό που θα διαβάσει τελικά ο αναγνώστης να είναι αν μη τι άλλο κατανοητό, αν όχι ευχάριστο. Ασφαλώς, τα διαθέσιμα πλέον προγράμματα διαρκώς βελτιώνονται και πολλές φορές μπορεί όντως να μην καταλάβει κάποιος ότι δεν είναι προϊόν ανθρώπου, αλλά μηχανής. Αυτή είναι η πραγματικότητα, καλώς ή κακώς. Άρα, η μετάφραση κινείται πράγματι σε επισφαλή νερά· είναι μάλλον θολό το μέλλον των μεταφραστών. Έχω όμως την αίσθηση ότι η επιμέλεια θα συνεχίσει να είναι αναγκαία. Εκτός, βέβαια, κι αν η δυνατότητα μηχανικής μετάφρασης φτάσει σε τέτοιο επίπεδο τελειότητας και ακρίβειας, ώστε να καταστεί επουσιώδης και η επιμέλεια. Σε μια τέτοια περίπτωση όλοι όσοι απασχολούμαστε στον κόσμο του βιβλίου θα πρέπει να προσαρμοστούμε ανάλογα.
-InS: Τι θα συμβουλεύατε ένα νεότερο που θα ήθελε να ακολουθήσει τον δικό σας δρόμο;
Δεν μ’ αρέσει ιδιαίτερα να συμβουλεύω, μόνο να ενθαρρύνω. Αν πάντως έπρεπε οπωσδήποτε να του πω μια κουβέντα, θα του έλεγα απλώς να κρατά συνέχεια τα μάτια και τ’ αυτιά του ανοιχτά έτσι ώστε να μη σταματά να μαθαίνει.
-InS: Σε εποχές διαδικτυακής «διαφάνειας» ήταν εύκολο για εμάς να ανακαλύψουμε και μια άλλη πτυχή της δραστηριότητάς σας: τη συγγραφή. Πείτε μας για αυτή την πλευρά σας. Τι σας ώθησε προς τα εκεί; Ποια θέματα σας συγκινούν και γιατί;
Πράγματι, γράφω πεζογραφία. Το πρώτο μου μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 2013. Και συνεχίζω να γράφω – το τελευταίο μου βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων, κυκλοφόρησε μόλις πριν λίγους μήνες. Δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσα να εξηγήσω γιατί γράφω, τι με ώθησε δηλαδή στη συγγραφή, παρά μόνο λέγοντας ότι από μικρή οι ιστορίες μού ασκούσαν μια ακαταμάχητη έλξη. Ήμουν πάντα ο άνθρωπος που μπορούσε να χαθεί μέσα σε μια ιστορία – είτε ακούγοντας κάποιον να την αφηγείται, είτε διαβάζοντάς την, είτε βλέποντάς την. Και πάντα θεωρούσα ότι, αν δώσει κανείς αρκετό χρόνο στον εαυτό του για να επεξεργαστεί νοητικά μια ιστορία, θα βγει κερδισμένος, ψυχικά πιο πλούσιος. Αυτό υπήρξε –και ακόμη είναι– η κινητήριος δύναμη για να γράψω. Σε τελική ανάλυση, μ’ αρέσει να μοιράζομαι ιστορίες, να τις διαμορφώνω με τέτοιον τρόπο ώστε ν’ αποτελούν αφορμή για σκέψη και συζήτηση με τους γύρω μου, πρωτίστως επειδή έτσι καταλαβαίνω καλύτερα τον άνθρωπο – την ανθρώπινη υπόσταση. Κι αυτό είναι σημαντικό ζητούμενο για εμένα, ανέκαθεν ήταν.
-InS: Σας ευχαριστούμε πολύ για αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση.
Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ!
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Μαριλένα Παπαϊωάννου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε Μοριακή Βιολογία και Γενετική στην Αλεξανδρούπολη, εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στη Γενεύη και αργότερα εργάστηκε ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στη Νέα Υόρκη. Σήμερα ασχολείται επαγγελματικά με την επιμέλεια και τη μετάφραση βιοεπιστημονικών εκδόσεων. Από τις Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας κυκλοφορούν τα βιβλία της Νικήτας Δέλτα (2013) και Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους (2016) και από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το μυθιστόρημα Ένα πιάτο λιγότερο (2020) και η συλλογή διηγημάτων Δέκα εκατοστά (2025).









