Skip to main content
Χρόνος Ανάγνωσης 30 Λεπτά

Δρ. Μαρία Ζαρίφη

Ιστορικός της Επιστήμης

Τμήμα Κοινωνιολογίας, ΕΚΠΑ

Μετά το τέλος του Α ́ Παγκοσμίου και την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών το 1919, η ηττημένη Γερμανία έχασε τη θέση της ως αποικιακή δύναμη, καθώς και όλες τις κτήσεις της στο εξωτερικό. Οι κυρώσεις επηρέασαν δραματικά τις διεθνείς σχέσεις της νεαρής Δημοκρατίας, καθώς, συν τοις άλλοις, αποκλείστηκε από τη διεθνή κοινότητα σε όλους σχεδόν τους τομείς. Σε επιστημονικό επίπεδο, η χώρα έχασε όλους τους οργανισμούς που είχαν δημιουργηθεί από Γερμανούς, χάνοντας ταυτόχρονα τη μακροχρόνια επιρροή της στις επιστημονικές κοινότητες του εξωτερικού. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, τα Βαλκάνια, και φυσικά η Ελλάδα, θα κάλυπταν σχετικά άμεσα αυτό το κενό, μέσα από μια νέα στρατηγική εξωτερικής πολιτικής.

ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ.

Στα χρόνια που προηγήθηκαν του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, o διεθνής επιστημονικός ανταγωνισμός αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο του σχεδιασμού της εξωτερικής πολιτικής κάθε ισχυρού κράτους. Ο επικείμενος πόλεμος θα ήταν ο πρώτος του είδους του, ο οποίος επρόκειτο να καταστρέψει «τα μεγάλα βιομηχανικά έθνη του κόσμου» (MacLeod, 1999, 201) και η επιστήμη έπαιξε κεντρικό ρόλο σε αυτό το γεγονός. Οι συμμαχίες, που δημιουργήθηκαν το 1900 μεταξύ ερευνητικών κέντρων, κυβέρνησης και βιομηχανίας έπρεπε να επισπεύσουν τα σχέδιά τους σε ό,τι αφορά την επιστήμη και την τεχνολογία, και να ανταποκριθούν στις οικονομικές και ειδικότερα τις στρατιωτικές απαιτήσεις της εποχής. Έτσι, η επιστημονική υπεροχή έγινε συνώνυμο της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος.

Η Γερμανία, στις αρχές του αιώνα, μπορούσε να καυχηθεί ότι η στρατιωτική και επιστημονική της πρωτοκαθεδρία της έδιναν και ιδιαίτερη ισχύ. Παρά τους ισχυρισμούς μέσα στην ίδια τη Γερμανία περί επιστημονικής υστέρησης, η χώρα ήταν ηγετική δύναμη σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους, και ειδικότερα στη χημεία. Σημαντικές ανακαλύψεις σε αυτόν τον τομέα, όπως η σύνθεση λιπασμάτων, είχαν μεγάλη σημασία για την οικονομία της Γερμανίας βελτιώνοντας ή μετατρέποντας τεράστιες εκτάσεις γης σε κατάλληλο έδαφος για την καλλιέργεια σιταριού. Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλε ένας από τους κορυφαίους χημικούς της Γερμανίας εκείνη την εποχή, ο Fritz Haber, ο οποίος ανέπτυξε το μηχανισμό της συνθετικής παραγωγής υγρής αμμωνίας, μιας βασικής ένωσης για την εξαγωγή νιτρικών αλάτων, που είναι η βασική ουσία που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυρομαχικών αλλά και την παρασκευή λιπασμάτων. Αυτό το επίτευγμα όχι μόνο συνέβαλε στη βιομηχανική και αγροτική οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, αλλά έδωσε στη χώρα ένα απαράμιλλο πλεονέκτημα στον χημικό πόλεμο. Για το καινοτόμο έργο του, τη σύνθεση της αμμωνίας, ο Haber τιμήθηκε με το Νόμπελ Χημείας το 1918, καθιστώντας τον τον πρώτο Γερμανό που βραβεύτηκε σε αυτόν τον κλάδο.[i]

Μέχρι το 1914, οι Γερμανοί είχαν ήδη ξεκινήσει την έρευνα για συνθετικά υλικά, κάτι που τους επέτρεπε να εξαρτώνται λιγότερο από τις πρώτες ύλες άλλων χωρών. Ο Otto Hahn, ο μελλοντικός διευθυντής του Ινστιτούτου Χημείας Kaiser Wilhelm, είχε ανακαλύψει το μεσοθόριο, ένα βιώσιμο και φθηνότερο υποκατάστατο του ραδίου, όταν εργαζόταν στο Ινστιτούτο Emil Fischer του Πανεπιστήμιου του Βερολίνου (Macrakis, 1993, 21). Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το Ινστιτούτο Χημείας Kaiser Wilhelm, υπό την ηγεσία του Fritz Haber και του Emil Fischer, μετατράπηκε σε κέντρο «στρατιωτικής επιστήμης» δημιουργώντας ένα τρίο μεταξύ επιστήμης, βιομηχανίας και στρατιωτικής τεχνολογίας. Τα επιτεύγματα της Γερμανίας στη χημεία ανάγκασαν τους Συμμάχους να συνεργαστούν στενότερα για την παραγωγή επιστημονικής γνώσης και για την ανταλλαγή απόρρητων πληροφοριών, καθιστώντας αυτόν τον πόλεμο «τον πρώτο πόλεμο μυστικών επιστημονικών πληροφοριών» (MacLeod, 1999, 201). Στις 2 Απριλίου 1917, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, κήρυξαν από κοινού τον πόλεμο στη Γερμανία και ταυτόχρονα ένωσαν τις δυνάμεις τους για να προωθήσουν την έρευνα σε τέσσερις τομείς: την ανίχνευση υποβρυχίων, τον χημικό πόλεμο, τον πόλεμο των χαρακωμάτων και την αεροναυπηγική. Την περίοδο αυτή οι επιστημονικές αποστολές και ανταλλαγές ανάμεσα σε αυτές τις χώρες λάμβαναν χώρα συνεχώς στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Wilson ενέκρινε τη δημιουργία του National Research Council σε συμφωνία με το Council of National Defence, το 1916, κινητοποιώντας την επιστήμη στην υπηρεσία του πολέμου (Schroeder-Gudehus, 1966, 104). Η διασυμμαχική επιστημονική συνεργασία κατά τη διάρκεια του πολέμου έθεσε, επομένως, τα θεμέλια για τη δημιουργία ενός διεθνούς επιστημονικού συμβουλίου, το οποίο θα ενθάρρυνε την επιστημονική επικοινωνία και την ανταλλαγή πληροφοριών όταν θα τελείωνε ο πόλεμος.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες – που εκπροσωπούνταν από τον George Ellery Hale, τον τότε γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ουάσιγκτον, – είχαν τον κεντρικό ρόλο στο συντονισμό της ροής πληροφοριών. Το καλοκαίρι του 1918, σε ένα προσχέδιο για την ίδρυση ενός Διασυμμαχικού Ερευνητικού Συμβουλίου, ο Hale υπογράμμισε με ανησυχία ότι οι Γερμανοί εισήγαγαν και βελτίωναν συνεχώς νέους, ισχυρούς μηχανισμούς επίθεσης και άμυνας που ενσωμάτωναν τις πιο προηγμένες αντιλήψεις για την επιστήμη. Απέναντι σε αυτό το προβάδισμα των Γερμανών, οι Σύμμαχοι θα μπορούσαν να ανταποκριθούν με επιτυχία μόνο μέσω μιας παρόμοιας αποτελεσματικής χρήσης όλων των φορέων επιστημονικής έρευνας που είχαν στη διάθεσή τους (MacLeod, 1999, 226). Συνεπώς, το μελλοντικό ερευνητικό συμβούλιο όχι μόνο θα συνεισέφερε στις τρέχουσες στρατιωτικές ανάγκες αλλά επιπλέον, όπως είχε οραματιστεί ο Hale, θα γινόταν ο κατεξοχήν θεσμός για τη μεταπολεμική μεταμόρφωση της διεθνούς επιστήμης. Η Διεθνής κοινότητα θα προωθούσε επίσης τη δημιουργία ενός οργανισμού που θα παράκαμπτε την προ-πολεμική γερμανο-κρατούμενη Διεθνή Ένωση Ακαδημιών (MacLeod, 1999, 225). Ωστόσο, ο Hale δεν συμφωνούσε με τη θέση των Ευρωπαίων συναδέλφων του που είχαν μια μάλλον σκληρή γραμμή κατά της Γερμανίας και των συμμάχων της.

Στην πρώτη προπαρασκευαστική συνάντηση των Διασυμμαχικών Ακαδημιών (Inter-allied Academies) στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1918, Γάλλοι εκπρόσωποι πρότειναν να μην στέλνουν οι σύμμαχοι αντιπροσώπους σε διεθνή συνέδρια, στα οποία θα εκπροσωπούνταν οι  Κεντρικές Δυνάμεις. Επιπλέον, οι υπήκοοί τους θα έπρεπε να αποθαρρύνονται από το να παρακολουθούν τέτοια συνέδρια ως ιδιώτες. Η γαλλική πρόταση, ωστόσο, δεν έγινε δεκτή. Επιπλέον, ο Hale δεν συμμεριζόταν το στόχο της Γαλλίας και του Βελγίου, να κλείσουν δηλαδή την πόρτα στους Γερμανούς επιστήμονες και να μην κάνουν κανέναν συμβιβασμό μαζί τους, και επιπλέον να τους ταπεινώσουν αφαιρώντας τα ονόματά τους από τους καταλόγους των επίτιμων μελών των Εθνικών Ακαδημιών τους ή να τους πολεμήσουν με άλλους τρόπους (MacLeod, 1999, 226).[ii] Η Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου ήταν επίσης επιφυλακτική με τη χρήση τέτοιων μέτρων κατά της Γερμανίας θεωρώντας τα περιττά.[iii] Οι Αγγλο-αμερικανοί θεωρούσαν ότι ακραία μέτρα κατά της Γερμανίας θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στη διεθνή συνεργασία, δημιουργώντας προκαταλήψεις και δυσπιστία μετά το τέλος του πολέμου. Αντίθετα, πίστευαν ότι η μεταπολεμική οργάνωση θα έπρεπε να επιτρέψει στους Γερμανούς να ενταχθούν στην επιστημονική κοινότητα, αλλά θα έπρεπε να εμποδίσουν την κυριαρχία τους. Κατά συνέπεια, η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, βασισμένη στην παράδοση και το κύρος της γερμανικής ακαδημαϊκής ηγεσίας, έπρεπε να αντικατασταθεί με μια νέα τάξη βασισμένη σε επιστημονικούς κλάδους ανοιχτούς στην παγκόσμια κοινότητα. Κατά ειρωνικό τρόπο, το άνοιγμα της νέας τάξης περιορίστηκε τελικά στους νικητές του πολέμου, οι οποίοι δημιούργησαν ένα στενό δίκτυο επιστημονικών οργανώσεων. Επικεφαλής αυτών ήταν συνήθως ο ίδιος μικρός αριθμός επιφανών ατόμων. Όμως η παρουσία των ίδιων ανθρώπων σε επιστημονικά ιδρύματα και οργανισμούς με πολύ διαφορετικούς στόχους θα αποδυνάμωνε εν τέλει τόσο το ζήτημα της ιεραρχίας όσο και της ισχυρής αντιπροσωπευτικής εκπροσώπησης μέσα στους ίδιους αυτούς επιστημονικούς θεσμούς. Επιπλέον, ο αριθμός των αρμοδιοτήτων που θα έπρεπε να διαχειριστεί το νέο Ερευνητικό Συμβούλιο, όπως η οργάνωση συνεδρίων, η σύνταξη επιστημονικών εκθέσεων, η έκδοση περιοδικών, η επικοινωνία με ιδρύματα, ενώσεις και ξένους επιστήμονες και η οργάνωση ανταλλαγής επιστημονικών δημοσιεύσεων, απαιτούσε οπωσδήποτε μεγαλύτερο κύκλο επιστημόνων από αυτόν που οι Εθνικές Ακαδημίες από μόνες τους μπορούσαν να προσφέρουν.

Παρ’ όλες όμως τις διαφορές τους, όλοι οι Σύμμαχοι συμφωνούσαν πως η δημιουργία του νέου Διεθνούς Οργανισμού Ερευνών θα έπρεπε να γίνει το συντομότερο δυνατό, γιατί φοβούνταν πως οι Γερμανοί θα μπορούσαν τελικά να αναλάβουν την οργάνωση και να ασκήσουν ισχυρή επιρροή πάνω του μετά το τέλος του πολέμου. Επομένως, οποιαδήποτε περαιτέρω καθυστέρηση θα ωφελούσε τη Γερμανία.[iv] Ο Μόνιμος Γραμματέας της Ακαδημίας Επιστημών του Παρισιού, Emile Picard, χαρακτήρισε την άμεση συγκρότηση του Διεθνούς Οργανισμού Ερευνών θέμα «κεφαλαιώδους σημασίας».[v] Μετά από δύο προκαταρκτικές συνεδριάσεις στο Λονδίνο και το Παρίσι το 1918, το νέο Διεθνές Συμβούλιο Έρευνας (International Research Council) εγκρίθηκε επίσημα από τους Συμμάχους σε μια διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Palais des Académies στις Βρυξέλλες στις 18-28 Ιουλίου 1919. Σκοπός του Διεθνούς Συμβουλίου δεν ήταν η διεξαγωγή έρευνας καθαυτής αλλά η τόνωση, η υποστήριξη και ο συντονισμός της διεθνούς επιστημονικής συνεργασίας, σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του καταστατικού. Το νέο Συμβούλιο Έρευνας διαμόρφωσε το πολιτικό πλαίσιο για τη μελλοντική διεθνή επιστημονική συνεργασία, ενθαρρύνοντας τη χρήση της αγγλικής γλώσσας, αν και η έδρα του ήταν στο Παρίσι. Οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί επιστήμονες αποκλείστηκαν τελικά ρητά με ψηφοφορία που ζητήθηκε από τη Γαλλία και το Βέλγιο. Εν τω μεταξύ, η Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπογράφηκε από τους Συμμάχους και τις Κεντρικές Δυνάμεις στις 28 Ιουνίου 1919, -σχεδόν έναν μήνα πριν την ίδρυση του Διεθνούς Συμβουλίου Έρευνας- εγκαινίασε μια άδοξη εποχή για τη γερμανική επιστήμη. Το πιο καταστροφικό άρθρο για τις διεθνείς επιστημονικές σχέσεις της Γερμανίας, που έβλαψε την επιστημονική παραγωγή εντός των συνόρων της, ήταν το Άρθρο 282 καθώς και τα αμέσως επόμενα. Σύμφωνα με αυτά, όλες οι πολυμερείς συνθήκες, συμβάσεις ή συμφωνίες οικονομικού ή τεχνολογικού περιεχομένου που είχε υπογράψει η Γερμανία στο παρελθόν, στερούνταν κάθε νομικής ισχύος. Η μόνη εξαίρεση που έγινε ήταν για τις συμφωνίες που αφορούσαν οργανισμούς, στους οποίους η συνεργασία της Γερμανίας ήταν απολύτως απαραίτητη, όπως η Σύμβαση για την Ενοποίηση και τη Βελτίωση του Μετρικού Συστήματος, η συμφωνία για την τεχνική τυποποίηση των σιδηροδρόμων, η συμφωνία για την ενοποίηση φαρμακευτικών τύπων για ισχυρά φάρμακα και το Γεωργικό Ινστιτούτο στη Ρώμη.[vi] Επίσης, σύμφωνα με τα Γενικά Άρθρα της Συνθήκης, το καταστατικό του Διεθνούς Συμβουλίου Έρευνας απέκλεισε τις Κεντρικές Δυνάμεις και τους συμμάχους τους από κάθε επιστημονικό συνέδριο μέχρι το 1931, εκτός εάν τα δύο τρίτα του Συμβουλίου αποφάσιζαν διαφορετικά. Ούτε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν δεν μπορούσε να συμμετάσχει στα συνέδρια Φυσικής χωρίς την έγκριση περισσότερων από τα δύο τρίτα των μελών του Διεθνούς Συμβουλίου Έρευνας. Αυτή η ενέργεια αγνόησε, ουσιαστικά, τη φωνή της διεθνούς κοινότητας της Φυσικής, η οποία την αποδοκίμασε σε ένα τεύχος του περιοδικού «Nature» το 1921.[vii] Επιπλέον, οι Γερμανοί εκπρόσωποι θα διαγράφονταν από διεθνείς επιτροπές, όπως την Διεθνή Επιτροπή για το Βάρος του Ατόμου, την Επιτροπή για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών, τη Διεθνή Ηλεκτροτεχνική Επιτροπή και άλλες, και εάν κρινόταν απαραίτητο λόγω έλλειψης ειδικών, το Διεθνές Συμβούλιο Έρευνας θα ανακοίνωνε τη σύσταση νέων οργάνων.

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμβουλίου Έρευνας υπήρχαν ομάδες αφιερωμένες σε νομικούς ελιγμούς, οι οποίοι είχαν σχεδιαστεί ειδικά για να αφήνουν τις Κεντρικές Δυνάμεις αποκλεισμένες από τη διεθνή κοινότητα. Τέτοιες πρακτικές εφαρμόστηκαν για παράδειγμα, στο XI Διεθνές Συνέδριο Γεωγραφίας που πραγματοποιήθηκε στις 1-9 Απριλίου 1925 στο Κάιρο. Η Αίγυπτος είχε ενταχθεί στο Διεθνές Συμβούλιο Έρευνας στις 26 Ιουλίου 1922, όμως οι επίσημες προσκλήσεις είχαν σταλεί στη Γερμανία και την Αυστρία σχεδόν ένα μήνα πριν, στις 22 Ιουνίου 1922. Αυτή η κίνηση της Αιγύπτου είχε ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της διοργάνωσης στη Διεθνή Γεωγραφική Ένωση, που ιδρύθηκε στις 29 Ιουλίου 1922, η οποία υπόκειτο σε αποφάσεις του Διεθνούς Ερευνητικού Συμβουλίου, και συνεπώς στην ανάκληση των προσκλήσεων στην Γερμανία και την Αυστρία. Στην πραγματικότητα, οι πρώην Κεντρικές Δυνάμεις αποκλείστηκαν από όλες τις επίσημες προσκλήσεις της Αιγύπτου.[viii] Από το 1919 έως το 1925, απαγορεύτηκε στη Γερμανία να συμμετάσχει σε περίπου 165 από τις 275 διεθνείς συναντήσεις στους τομείς των ανθρωπιστικών, φυσικών και τεχνικών επιστημών. Για τους Γερμανούς, παρόλο που οι συζητήσεις για την ένταξη της χώρας τους στην Κοινωνία των Εθνών ήταν σε εξέλιξη, τα απαγορευτικά μέτρα παρέμεναν εξίσου αυστηρά όσο τα πρώτα χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Τα στοιχεία που δημοσίευσε το «Κεντρικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τις Φυσικές Επιστήμες του Ράιχ» το 1925, αποτυπώνουν μια θλιβερή εικόνα για τη Γερμανία:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1[ix]

“Διεθνή” Συνέδρια 1922-24

 

Σύνολο χωρίς τη Γερμανία
Ανθρωπιστικές και Φυσικές Επιστήμες (συν την Ιατρική), 57 51
Δημόσιο Δίκαιο, Διεθνές Δίκαιο 08 02
Κοινωνικές Επιστήμες 20 17
Τεχνικές Επιστήμες/Επικουρικές Επιστήμες 21 16
Συνολικά: 106 86

Όπως ήταν αναμενόμενο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά όταν διοργανώνονταν διεθνή συνέδρια από ουδέτερα κράτη ή από τις ίδιες τις Κεντρικές Δυνάμεις. Η Γερμανία προσκλήθηκε σε όλα εκτός από ένα από τα 21 διεθνή συνέδρια, που οργανώθηκαν από τις Κεντρικές Δυνάμεις στη διάρκεια από το 1920 έως το 1924. Ωστόσο, οι Σύμμαχοι, ιδιαίτερα η Γαλλία και το Βέλγιο, τηρώντας πιστά τα Άρθρα της Συνθήκης των Βερσαλλιών, αρνήθηκαν να στείλουν τους αντιπροσώπους τους σε δεκατρία συνέδρια στα οποία είχε προσκληθεί και η Γερμανία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Αμέσως μετά τον πόλεμο η Διεθνής Ακαδημαϊκή Ένωση για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, που ιδρύθηκε στις Βρυξέλλες τον Οκτώβριο του 1919, καθώς και μια σειρά νέων επιστημονικών οργανισμών και ιδρυμάτων τέθηκαν υπό τη διεύθυνση του Διεθνούς Συμβουλίου Έρευνας. Οι οργανισμοί αυτοί δημιουργήθηκαν κυρίως για την υποστήριξη των φυσικών επιστημών, η ανάπτυξη των οποίων ήταν ιδιαίτερα σημαντική στον μεταπολεμικό οικονομικό σχεδιασμό και την εθνική ασφάλεια. Οι πρώην Κεντρικές Δυνάμεις αποκλείστηκαν ρητά και πάλι από όλες. Τα νέα ιδρύματα που δημιουργήθηκαν ήταν οι Διεθνείς Ενώσεις για την Αστρονομία, τη Γεωδαισία, τη Γεωφυσική και την Καθαρή και Εφαρμοσμένη Χημεία (Schroeder-Gudehus, 1973, 102).[x]  Ορισμένες από τις παλιές ενώσεις μετατράπηκαν σε νέες, όπως η Διεθνής Ένωση για τα Μαθηματικά και η Διεθνής Ένωση για την Επιστημονική Ραδιοτηλεγραφία. Παράλληλα κάποια σχέδια για νέες επιστημονικές εταιρίες που βρίσκονταν σε αδράνεια επρόκειτο να ενεργοποιηθούν στο μέλλον. Μεταξύ αυτών ήταν η Διεθνής Ένωση Βιολογικών Επιστημών και η Διεθνής Τεχνική Ένωση. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά σωματεία ή οργανώσεις που είχαν προηγουμένως τα κεντρικά τους γραφεία  στη Γερμανία μετέφεραν την έδρα τους σε άλλες χώρες μετά τον πόλεμο, ως αποτέλεσμα των περιορισμών του Άρθρου 282 (Schroeder-Gudehus, 1966, 115). Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Διεθνούς Σεισμολογικής Ένωσης στο Στρασβούργο (Internationale Assoziation für Siesmologie), η οποία επανιδρύθηκε ως Διεθνής Ένωση Γεωδαισίας και Γεωφυσικής (Union géodésique et géophysique internationale). Ένα άλλο παράδειγμα ήταν το Κεντρικό Γραφείο Διεθνούς Γεωμετρίας στο Potsdam (Zentralbüro der Internationale Erdmeßung), τις αρμοδιότητες του οποίου ανέλαβε κυρίως ο Ιαπωνικός Σταθμός για τη μελέτη του Γεωγραφικού Πλάτους στη Mizusawa (Schroeder-Gudehus, 1966, 116).[xi] Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη το γεγονός ότι μέχρι το 1923 η Γαλλία στέγαζε τριάντα επτά διεθνείς επιστημονικούς οργανισμούς, εταιρίες και ινστιτούτα, σε αντίθεση με μόνο δεκαοκτώ το 1914. Την ίδια περίοδο, το Βέλγιο αύξησε τον αριθμό των διεθνών ιδρυμάτων που είχαν την έδρα τους στην επικράτειά του από δεκατέσσερα σε τριάντα ένα, η Αγγλία από εννέα σε δεκατέσσερα και η Ιταλία από τρία σε τέσσερα. Από την άλλη πλευρά, ο αριθμός των διεθνών οργανισμών που είχαν την έδρα τους στη Γερμανία μειώθηκε από δεκατέσσερις, το 1914, σε έξι, το 1923.[xii]

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.

Ευρωπαϊκή Συμμετοχή σε Διεθνή Συνέδρια 1914-1923

1914 1923
Γερμανία 14 6
Γερμανία-Αυστρία 3 3
Βέλγιο 14 31
Γαλλία 18 37
Αγγλία 9 14
Ιταλία 3 4

Τα συνέδρια και οι οργανισμοί δεν ήταν οι μόνοι επιστημονικοί χώροι από τους οποίους αποκλείστηκε η Γερμανία. Ίσως «το πιο αποτελεσματικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε ενάντια στην ‘κυριαρχία΄ της γερμανικής επιστήμης», όπως ανέφερε σε μια έκθεσή του το 1919, ο γραμματέας του Τμήματος Φυσικής και Μαθηματικών της Πρωσικής Ακαδημίας, Max Planck, «[ήταν] ο αποκλεισμός της Γερμανίας από τη διεθνή βιβλιογραφία, στην οποία υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύονταν [μέχρι εκείνη τη στιγμή] δυσανάλογα πολύ τα γερμανικά επιστημονικά έργα» (Spence Richards, 1990, 402). Η εκτίμηση του Planck επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο αριθμός των ξένων περιοδικών που μπορούσε να αγοράσει η Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου το 1920 είχε μειωθεί δραματικά μετά τον πόλεμο: από 2.200 τίτλους, το 1914, σε μόλις 140 (Schulze, 1995, 50). Με αυτά τα στοιχεία, η γερμανική επιστήμη θα μπορούσε δικαιολογημένα να θεωρηθεί επαρχιακή και καθυστερημένη στις διεθνείς επιστημονικές συζητήσεις. Μέχρι το 1919, η Γερμανία είχε αναμφίβολα μια έντονη παρουσία στη διεθνή βιβλιογραφία πολλών επιστημονικών κλάδων. Η βοτανική, η ζωολογία, η ανατομία, η βιολογία και η φυσιολογία ήταν οι τομείς στους οποίους η γερμανική επιστημονική πρόοδος ήταν πιο εμφανής. Ένα μέτρο επίσης που έπληξε σοβαρά το διεθνές επιστημονικό κύρος της Γερμανίας ήταν οι νομισματικές συνθήκες αγοράς για τα επιστημονικά έργα από το εξωτερικό. Τα βιβλία και τα περιοδικά έγιναν πολύ ακριβά και αντιπροσώπευαν σημαντική δαπάνη ακόμη και για τα μεγαλύτερα πολιτιστικά ιδρύματα, όπως το Γερμανικό Μουσείο (Germanisches Museum) στη Νυρεμβέργη, τη Γερμανική Βιβλιοθήκη στη Λειψία και το Γερμανικό Μουσείο στο Μόναχο, που εκείνη την εποχή ήταν υπό κατασκευή.[xiii] Από την πλευρά της τώρα η διεθνής επιστημονική κοινότητα αντί να αξιολογεί τη γερμανική παραγωγή ανεξάρτητα και χωρίς προκαταλήψεις, εντούτοις επηρεαζόταν από ορισμένους νέους φορείς αναθεώρησης ή μάλλον απόρριψης των γερμανικών επιστημονικών μελετών, που δημιουργήθηκαν από την Ομοσπονδία Εταιρειών Φυσικών Επιστημών (Fédération des Sociétés des Sciences naturelles), έναν οργανισμό που ιδρύθηκε επί τούτου τον Μάρτιο του 1919. Αυτοί αποφάσιζαν για την απομάκρυνση των γερμανικών περιοδικών επιθεώρησης από τη διεθνή επιστημονική σκηνή, ένα εγχείρημα που ήταν τελικά πολύ αποτελεσματικό για τον επιστημονικό εξοστρακισμό της Γερμανίας.

Παρά τις συντονισμένες προσπάθειες αποκλεισμού της Γερμανίας, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης μέσω αρκετών μηχανισμών διάσωσης και σταδιακά με ξένη υποστήριξη, κατάφερε να ανακτήσει μέχρι το 1930 περίπου κατά το ήμισυ τη θέση που κατείχε προπολεμικά στον διεθνή επιστημονικό περιοδικό τύπο και μέχρι το 1940, η Γερμανία του Γ’ Ράιχ είχε αυξήσει εντυπωσιακά το μερίδιό της στη διεθνή επιστημονική παραγωγή, ειδικά στον τομέα της χημείας (de Solla Price, 1967, 90). Αποτυπώνοντας αυτό το ισχυρό αντι-δυτικό αίσθημα του «κινήματος μποϊκοτάζ» που δημιουργήθηκε έναντι της Γερμανίας, ο διευθυντής του Κεντρικού Γραφείου Επιστημονικών Νέων του Ράιχ (Reichszentrale für wissenschaftliche Berichterstattung), Karl Kerkhof, υποστήριξε ότι η πρώτη πρωτοβουλία κατά της γερμανικής επιστήμης είχε παρθεί ήδη το 1915 από την Αγγλία (Kerkhof, 1922, 9). Σύμφωνα με τον ίδιο, η «Βρετανική Ένωση για την Προώθηση της Επιστήμης», σε μια συνάντηση που πραγματοποιήθηκε εκείνη τη χρονιά στο Μάντσεστερ, είχε σχεδιάσει να δημιουργήσει ένα μέτωπο ενάντια στη γερμανική επιστήμη μέσω μιας σειράς περιοδικών για τις φυσικές επιστήμες που θα εκδίδονταν από τις συμμαχικές χώρες. Στο ίδιο πνεύμα, η Royal Society of Literature και ο Ιταλός εκδότης του διεθνούς περιοδικού «Scientia», Eugenio Rignano, πρότειναν τη δημιουργία περιοδικών, αρχείων και επετηρίδων με διεθνή χαρακτήρα και σε συνεργασία με τα κράτη της Αντάντ, προκειμένου να ηττηθεί αυτό που περιγράφονταν ως «ηγεμονία» και «μονοπώλιο» της Γερμανίας στον επιστημονικό τύπο.[xiv]

Ο εξοστρακισμός της γερμανικής γλώσσας ήταν ένας ακόμη τρόπος για να περιοριστεί η επιρροή των Γερμανών επιστημόνων και να απελευθερωθεί η διεθνής επιστημονική σκηνή από τη γερμανική εξουσία, όπως υποστήριζαν οι Σύμμαχοι. Η χρήση της γερμανικής γλώσσας στα συνέδρια ήταν επίσης απαγορευμένη στα μέλη του Διεθνούς Συμβουλίου Έρευνας (International Research Council), ακόμη και για τους Ολλανδούς και τους Σκανδιναβούς επιστήμονες, για τους οποίους τα γερμανικά ήταν η διεθνής επιστημονική γλώσσα εκείνη την εποχή. Αυτή η πολιτική προήλθε από την πεποίθηση, την οποία συμμερίζονταν σε μεγάλο βαθμό οι Σύμμαχοι, ότι τα γερμανικά:

«είχαν γίνει κατεξοχήν η διεθνής γλώσσα της επιστήμης και ότι οι Γερμανοί καθηγητές είχαν δημιουργήσει ένα είδος επιστημονικής αυτοκρατορίας που κάλυπτε ολόκληρη τη βόρεια, κεντρική και ανατολική Ευρώπη και ασκούσε σημαντική επιρροή στη ρωσική, αμερικανική και ιαπωνική επιστήμη» (Schroeder-Gudehus, 1973, 99).

Το παράδοξο ήταν ότι ακόμη και οι γερμανόφωνοι εκπρόσωποι από ουδέτερες χώρες, όπως η Ελβετία, αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν γαλλικά ή αγγλικά αντί της μητρικής τους γλώσσας, ακόμη και σε διεθνή συνέδρια που γίνονταν στη χώρα τους.[xv] Όμως, παρά το αυστηρό και άκαμπτο πνεύμα του Συμβουλίου Έρευνας, υπήρξαν περιπτώσεις που χρησιμοποιήθηκαν τα γερμανικά από ορισμένους συνέδρους σε κάποια συνέδρια. Για παράδειγμα, στο Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινολόγων στο Βουκουρέστι, το 1924, τρεις Γιουγκοσλάβοι, δύο Ρουμάνοι και ένας Έλληνας παρουσίασαν τη δουλειά τους στα γερμανικά, κόντρα στις επιταγές του Διεθνούς Συμβουλίου Έρευνας (Schroeder-Gudehus, 1966, 115 και Κουγέας, 1925).

Όλα τα παραπάνω μέτρα που έλαβαν οι Σύμμαχοι για να τιμωρήσουν τη Γερμανία, οδήγησαν τους πνευματικούς και πολιτικούς κύκλους της ηττημένης χώρας να μιλούν για έναν «πόλεμο κατά της γερμανικής επιστήμης» (Karo, 1919 και 1925 και Kerkhof, 1922). Το 1922, ο Kerkhof κατηγορούσε τον γαλλικό ιμπεριαλισμό καθώς και τα λανθάνοντα αγγλικά και αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα που ενισχύονταν από την επιστημονική απομόνωση της Γερμανίας. Η Γαλλία, για παράδειγμα, είχε ενισχύσει την επέκταση του πολιτιστικού της τομέα μέσω ορισμένων οργανώσεων προπαγάνδας, όπως την Lingue française de Propagande, τη Fédération internationale pour l’ extension et la culture de la langue française, τη Groupement des Universités et Grandes Écoles de France και άλλων. Με αυτόν τον τρόπο έκανε πολλά έθνη να οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι «μετά την διαταγή των Βερσαλλιών», όπως την αποκαλούσαν οι Γερμανοί, «το παγκόσμιο επιστημονικό κέντρο είχε μεταφερθεί στο Παρίσι» (Kerkhof, 1922, 20). Η αγγλική και η αμερικανική προπαγάνδα, από την άλλη πλευρά, στόχευε τους κύριους συντελεστές της βιομηχανικής ανάπτυξης της Γερμανίας, δηλαδή τη χημεία και τη φυσική. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1921, για παράδειγμα, ο πρόεδρος του Αμερικανικού Ιδρύματος Χημείας (American Chemical Foundation), Françis P. Carvan, υποστήριξε ότι η ανάπτυξη της χημείας «στα βρώμικα χέρια των Γερμανών είναι μια ιστορία εγκλημάτων, πλάνης και δολοφονικής απόπειρας» και ήρθε η ώρα να περάσει στα «χέρια των ιδεαλιστών Αγγλοσαξόνων» (Kerkhof, 1922, 23 κ.ε.). Επιπλέον, ο αγγλικός και ο αμερικανικός Τύπος διαμαρτυρήθηκε για την απονομή του βραβείου Νόμπελ Χημείας στους Γερμανούς Fritz Haber[xvi] και Walther Hermann Nernst[xvii], το 1918 και 1920 αντίστοιχα, χαρακτηρίζοντας την επιβράβευσή τους ως λάθος.

Η προπαγάνδα και τα μέτρα αποκλεισμού που επιβλήθηκαν στη Γερμανία τελικά δεν ωφέλησαν την επιστήμη στο σύνολό της, και αυτό έγινε αντιληπτό από την κοινότητα. Σύντομα κατάλαβαν πως η συνεργατική έρευνα και τα συνέδρια στα οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των εθνών του πλανήτη, έπρεπε να συνοδεύονται από καθολική κοινοποίηση των ευρημάτων και όχι να περιορίζεται μεταξύ των λίγων ελίτ εθνών. Ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα και μέχρι τη χρονιά που η Γερμανία έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών, το 1926, ακόμη και τα κράτη που παρέμειναν ουδέτερα κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν φαίνονταν να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης στη διεθνή επιστημονική κοινότητα που ήταν υπό την ηγεσία των μεγάλων δυνάμεων της Αντάντ, καθώς οι σύμμαχοι φοβούνταν ότι θα μπορούσαν να μοιραστούν επιστημονικά δεδομένα με τη Γερμανία. Με άλλα λόγια, τα δημοκρατικά ιδεώδη δεν φαίνονταν να χαρακτηρίζουν το Διεθνές Συμβούλιο Έρευνας και η προσπάθεια «να το κρατήσουμε μεταξύ μας» συνηγορεί τελικά στον ελιτιστικό χαρακτήρα που είχε τελικά αυτός ο επιστημονικός οργανισμός (Schroeder-Gudehus, 1966,103). Συνεπώς, αυτή η πολιτιστική-πολιτική απομόνωση της Γερμανίας ανάγκασε τη χώρα να αναπτύξει τρόπους υποστήριξης της έρευνας και να μεταρρυθμίσει την επιστημονική της πολιτική. Επιπλέον, η απομόνωση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός ιδεολογικού πλαισίου που υποκινούσε την εχθρότητα προς τις δυτικές χώρες (Hammerstein, 1999, 70 κ.ε. Schroeder-Gudehus, 1990), ιδιαίτερα εναντίον της Γαλλίας, κάνοντας διάκριση ανάμεσα στην κουλτούρα (Kultur), με την οποία ταυτιζόταν η Γερμανία, από τον δυτικό πολιτισμό (Zivilisation), που εκπροσωπούσε ο Γαλλικός Διαφωτισμός. Αυτή η εννοιολογική διαίρεση έμελλε να βρει την ακραία της έκφραση μερικά χρόνια αργότερα στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία.

Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΠΕΡΝΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ

 Έτσι από τις αρχές του 1924 δημιουργήθηκε στη Γερμανία ένα πλήθος οργανισμών, δίνοντας μια αξιοσημείωτη ώθηση στη γερμανική επιστημονική παρουσία και πέρα ​​από τα εθνικά σύνορα της χώρας. Μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών τα εξωχώρια ινστιτούτα που υπήρχαν στην Κίνα, την Αργεντινή, τα νησιά Σαμόα, τη Νάπολη και το Rovigno, ήταν αυτά που προέβαλαν την γερμανική επιστήμη και ασκούσαν σημαντική επιρροή στο εξωτερικό (Pyenson, 1985).[xviii] Η Γερμανία περνώντας στην αντεπίθεση ξεκίνησε συστηματική εκστρατεία για την προβολή και προώθηση του γερμανικού πολιτισμού μέσω της επιστήμης. Εν τω μεταξύ, ο Ζωολογικός Σταθμός στη Νάπολη, το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας στο Rovigno και ο Βιολογικός Σταθμός στο Lunz, στη νότια Αυστρία, που ήταν τα πρώτα γερμανικών συμφερόντων ερευνητικά ιδρύματα στην Ευρώπη, ήδη από τα τέλη του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα,  και οι μόνοι σταθμοί εκτός της χώρας που συνέβαλαν τότε στη γεωργική και βιολογική έρευνα, ξαναέγιναν σιγά σιγά μέρος του δικτύου ερευνητικών κέντρων στο εξωτερικό με τεράστια σημασία για την άρση της ερευνητικής απομόνωσης της Γερμανίας. Το  φιλόδοξο αυτό σχέδιο για τη διάσωση της γερμανικής κουλτούρας και τη διόρθωση της κατεστραμμένης εικόνας του κράτους στο εξωτερικό, πέτυχε και τελικά συνέβαλε στην εκ νέου διαμόρφωση της μεταπολεμικής επιστημονικής και εκπαιδευτικής πολιτικής της Γερμανίας, καθώς και στην ατζέντα της εξωτερικής της πολιτικής.

Παρά τα επιτεύγματά της χώρας στη χημεία και τις προόδους της στον χημικό πόλεμο, η Γερμανία μετά τον λεγόμενο Μεγάλο Πόλεμο βρέθηκε πίσω από τα μεγάλα έθνη, κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες, όχι μόνο στη χημεία αλλά και σε κλάδους όπου η γερμανική επιστήμη ήταν ηγετική δύναμη πριν το ξέσπασμα των εχθροπραξιών. Μεταξύ αυτών των κλάδων ήταν και η γεωπονία, στην οποία η υστέρηση της Γερμανίας ήταν ιδιαίτερα εμφανής. Η ανάπτυξη αυτής της επιστήμης απαιτούσε διεπιστημονική έρευνα που θα έπρεπε επίσης να περιλαμβάνει τα θεωρητικά πεδία της φυσικής χημείας και της φυσιολογικής χημείας. Η έρευνα για την ανάπτυξη των καλλιεργήσιμων πράσινων φυτών επικεντρώθηκε στη γνώση στοιχείων όπως τα αλεσμένα ορυκτά άλατα, τα οποία είναι απαραίτητα για την γρήγορη ανάπτυξη αυτών των φυτών. Ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι επιστήμονες ήταν η ποσότητα των χημικών στοιχείων που χρειαζόταν κάθε είδος καλλιεργούμενου φυτού. Ο καθορισμός των εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων, δηλαδή των κλιματικών συνθηκών, της μικροπανίδας και χλωρίδας του εδάφους, της φυσιολογίας των φυτών κ.ο.κ., που επηρέαζαν τη διατήρηση και την απορρόφηση των θρεπτικών στοιχείων, ήταν επίσης ένα σημαντικό ερευνητικό ερώτημα. Η επίλυση αυτών των προβλημάτων θα επέτρεπε την καλλιέργεια σε μεγάλη κλίμακα, που ήταν δύσκολη εκείνη την εποχή. Επιπλέον, η συστηματική χρήση λιπασμάτων θα τόνωνε τη χημική βιομηχανία, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή στη βελτίωση της επιστημονικής και οικονομικής θέσης της χώρας. Όμως μια τέτοιας κλίμακας έρευνα απαιτούσε πόρους που δεν ήταν εύκολο να συγκεντρωθούν.

Έτσι, στις 30 Οκτωβρίου 1920, οι Γερμανικές Ακαδημίες Επιστημών μαζί με τα Πανεπιστήμια, τα Τεχνολογικά Πανεπιστήμια, την Εταιρία Kaiser Wilhelm, την Οργάνωση Τεχνολογικών Ενώσεων και την Ένωση Γερμανών Φυσικών Επιστημόνων και Ιατρών συμπράττουν και ιδρύουν την πολυπόθητη οργάνωση με την επωνυμία Εταιρία Επείγουσας Ανάγκης για τη Γερμανική Επιστήμη (Notgemeinschaft der deutschen Wissenschaften). Οι βασικοί υποστηρικτές της Notgemeinschaft ήταν το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Οικονομικών. Σημαντικοί χορηγοί όμως ήταν και η Ένωση Γερμανών Τραπεζιτών, βιομηχανικές και αγροτικές ενώσεις, σωματεία μικρο-εμπόρων και χονδρεμπόρων, και ορισμένες οργανώσεις του εξωτερικού φίλα προσκείμενες στη Γερμανία. Η Notgemeinschaft θα κάλυπτε τα έξοδα εκτύπωσης βιβλίων και περιοδικών, τα έξοδα για ξένη επιστημονική βιβλιογραφία, και θα χρηματοδοτούσε την εργαστηριακή υποδομή, την απόκτηση πειραματικού υλικού, αλλά και τα έξοδα για ερευνητικές αποστολές στο εξωτερικό.

Τα περισσότερα από τα ερευνητικά προγράμματα που υποστήριξε η Notgemeinschaft προτάθηκαν από επιστήμονες -από πρόσωπα- και όχι από ινστιτούτα. Με αυτόν τον τρόπο, μπόρεσε να χρηματοδοτήσει προγράμματα μεγάλης κλίμακας που απαιτούσαν συμμετοχή επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων που συμμετείχαν σε αποστολές, όπως για παράδειγμα στον Ατλαντικό (1925-27), στη Γροιλανδία (1930-31) και στα ρωσικά βουνά στα σύνορα με το Αφγανιστάν και την Κίνα (Hammerstein, 1999, 74 κ.ε.).[xix] Αυτές οι αποστολές είχαν επίσης έναν προφανή πολιτιστικό-πολιτικό στόχο, όχι μόνο να προβάλλουν διεθνώς τα επιτεύγματα της Γερμανίας, αλλά και να δώσουν στη χώρα την ευκαιρία να συνεργαστεί με άλλες επιστημονικές κοινότητες, για παράδειγμα τη Σοβιετική, σπάζοντας τα δεσμά της απομόνωσης. Στην πρώτη της έκθεση το 1922, η Notgemeinschaft ανακοίνωσε την άμεση υποστήριξη της σε πέντε σημαντικούς κλάδους: τη χημεία, τη φυσική, την τεχνολογία, την ιατρική και τη βιολογία.[xx] Η χημεία ήταν στην κορυφή των προτεραιοτήτων της Γερμανίας και η έρευνα για τα ένζυμα, καθώς και για τη σύσταση της κυτταρίνης, των βιταμινών, των χημικών ριζών και της χημείας των κολλοειδών επρόκειτο να χρηματοδοτηθεί γενναιόδωρα. Στη φυσική, δόθηκε προτεραιότητα στην έρευνα για τα προβλήματα της σχετικιστικής και κβαντικής θεωρίας, για τα σωματίδια και την κίνησή τους και για την ακτινοβολία.

Η Notgemeinschaft θα χρηματοδοτούσε επίσης την τεχνολογική έρευνα παρά το γεγονός ότι αυτή λάμβανε πόρους από τη βιομηχανία, με το σκεπτικό ότι τα μεγάλα και διεπιστημονικά έργα χρειάζονταν ακριβές συσκευές και τεχνολογία για να σημειωθεί πρόοδος, εξοπλισμός που η βιομηχανία από μόνη της δεν μπορούσε να προσφέρει. Η ιατρική ήταν ένας κλάδος ιδιαίτερης σημασίας, με μεγάλο αριθμό προγραμμάτων που πραγματοποιήθηκαν σε τομείς, όπως η φαρμακολογία και η βιολογία. Η Notgemeinschaft παρείχε αρκετά κεφάλαια όχι μόνο για την απολύτως απαραίτητη προμήθεια εργαστηριακού υλικού, αλλά και για τα έργα θεωρητικής ιατρικής, φυσιολογίας, παθολογίας, πειραματικής θεραπείας και φαρμακολογίας. Μερικά από αυτά τα προγράμματα επικεντρώθηκαν στη διατροφή, τις πρωτεΐνες και τους υδατάνθρακες -τα θεμελιώδη στοιχεία της ζωής- και στις βιολογικές επιπτώσεις της ακτινοβολίας. Εξίσου σημαντική μεταξύ των προτεραιοτήτων του κράτους ήταν η βιολογική έρευνα, η οποία ήταν ιδιαίτερα φτωχή στα γερμανικά ινστιτούτα εκείνη την περίοδο. Η διερεύνηση της εξελικτικής μηχανικής, της κληρονομικότητας των φυτών και των ζώων, των λιπασμάτων και των ζητημάτων για τα καλλιεργούμενα φυτά, καθώς και για τις πρωτόγονες και άγριες μορφές φυτών, ήταν προγράμματα που υποστηρίχθηκαν με ζήλο από τη Notgemeinschaft. Το 1926, το ίδρυμα εκτός από τα υπάρχοντα ερευνητικά προγράμματα θεωρητικής και πρακτικής ιατρικής -όπως ο καρκίνος και η φυματίωση, χρηματοδότησε και νέα προγράμματα για την έρευνα μετάλλων, την εφαρμοσμένη γεωφυσική, τη γεωλογία, τις ιδιότητες των ηλεκτρικών ρευμάτων και την ατμοσφαιρική έρευνα, την εφαρμοσμένη εντομολογία και τη γεωργία. Η τελευταία μαζί με όλα τα συναφή πεδία της βιολογίας, της βοτανικής, της εντομολογίας, της ζωολογίας και, ως ένα βαθμό, της ιατρικής, είχαν μεγάλη σημασία στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής της Γερμανίας. Επιστημονικές αποστολές, ιδιαίτερα στην Ασία, τη Σοβιετική Ένωση, την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια για τη μελέτη της γηγενούς πανίδας και χλωρίδας και την βελτίωση της γερμανικής γεωργίας, καθώς και ερευνητικές αποστολές για την καταπολέμηση των τροπικών ασθενειών, είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή ανάπτυξη συνεργασίας της Γερμανίας με άλλες χώρες.

Προκειμένου να ανταποκριθεί στις νέες απαιτήσεις της έρευνας και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της επιστημονικής επικοινωνίας και συνεργασίας, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έπρεπε να τροποποιήσει την ερευνητική της πολιτική σύμφωνα με τις ακόλουθες κατευθύνσεις: την υποστήριξη των υφιστάμενων ερευνητικών ιδρυμάτων, τη δημιουργία καινούργιων, την προώθηση νέων επιστημονικών κλάδων και την ενίσχυση των διεθνών της σχέσεων. Όπως ήταν φυσικό, η Notgemeinschaft κλήθηκε να συνεισφέρει σε αυτόν τον σχεδιασμό. Μεταξύ των πρώτων προγραμμάτων που χρηματοδοτήθηκαν από τον οργανισμό ήταν η έρευνα για την ελονοσία, για τα κουνούπια και άλλα έντομα σημαντικά για την τροπική ιατρική, που υπήρχαν σε μεγάλο βαθμό στην περιοχή των Βαλκανίων. Να σημειωθεί ότι ως βαλκανικά κράτη θεωρούνταν η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία και ένα μέρος της Τουρκίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα αποτέλεσε έναν σημαντικό ερευνητικό -και όχι μόνο- προορισμό.  

ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΜΕΣΟ ΔΙΑΦΥΓΗΣ

Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου άφησε την ορεινή χερσόνησο των Βαλκανίων το ίδιο  κατακερματισμένη με αυτό που ήταν πριν το ξέσπασμα των εχθροπραξιών και οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν ιδιαίτερη συμμετοχή σε αυτό. Ιδεολογίες όπως ο φασισμός και ο κομμουνισμός όξυναν τους ανταγωνισμούς μεταφέροντας την ένταση στα Βαλκάνια, ενώ ο αυξανόμενος εθνικισμός ώθησε τελικά την πίεση στα άκρα. Όσο για την Ελλάδα, ο πλήρης αντίκτυπος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε ορατός μερικά χρόνια μετά το τέλος του. Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε από την καταστροφική πορεία του ελληνικού στρατού από τα παράλια της Μικράς Ασίας προς το εσωτερικό της Ανατολίας που σφραγίστηκε με το ολοκαύτωμα της Σμύρνης. Το τεράστιο κύμα των Ελλήνων προσφύγων που έφτασαν στη μητέρα πατρίδα άλλαξε όχι μόνο τον γεωγραφικό χάρτη, αλλά και τη δημογραφία της Ελλάδας και μαζί με αυτήν την οικονομία της χώρας. Εν τω μεταξύ, η αγροτική μεταρρύθμιση, ουσιαστικά η διανομή γης στους μικρούς αγρότες, που χαρακτηρίστηκε ως «μια από τις πιο ριζοσπαστικές της Ευρώπης», επηρεάστηκε από τις εκτεταμένες επιπτώσεις στην οικονομία της χώρας που είχε η αποτυχία της προέλασης του ελληνικού στρατού στην Τουρκία (Mazower, 2002, 111 και 113). Η μείωση της διαθέσιμης καλλιεργήσιμης γης σε σύγκριση με το 1918 έγινε σταδιακά πιο έντονη, ιδιαίτερα στις επαρχίες της Μακεδονίας και της Θράκης, όπου ο καπνός έγινε η κυρίαρχη καλλιέργεια. Μαζί με τα σταφύλια και τις σταφίδες, ο καπνός ήταν η κύρια εξαγωγή της Ελλάδας με βασικό πελάτη τη Γερμανία και την Αγγλία.  Από την άλλη, σύμφωνα με το Ανώτατο Οικονομικό Συμβούλιο, η βιομηχανική παραγωγή της Ελλάδας γνώρισε ραγδαίους ρυθμούς ανάπτυξης κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, παρά το γεγονός ότι επηρεάστηκε από τη Μεγάλη Ύφεση (Christodoulaki, 2001).[xxi] Μετά το 1925, η μεταλλουργία, τα μηχανήματα, τα δομικά υλικά, τα χημικά, η βυρσοδεψία, το χαρτί, η κλωστοϋφαντουργία και τα είδη ένδυσης, τα τρόφιμα, ο καπνός και η ηλεκτρική ενέργεια ήταν οι κύριοι βιομηχανικοί τομείς που κατέγραψαν ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η τεχνολογία ήταν ένας άλλος τομέας, εκτός από τον αγροτικό, στον οποίο η Γερμανία προσπάθησε να αυξήσει την επιρροή της στην αγορά της Ελλάδας. Ο κύριος ανταγωνιστής της ήταν η βρετανική βιομηχανία που είχε κυριαρχήσει στην αγορά των ηλεκτρομηχανολογικών προϊόντων υψηλής τάσης στη χώρα. Από το 1925, η βρετανική εταιρεία «Power and Traction Finance Company Ltd.» είχε υπογράψει συμβόλαιο με την ελληνική κυβέρνηση του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου. Σύμφωνα με το συμβόλαιο, η Power -όπως ήταν γνωστή- είχε το μονοπώλιο στην παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στην πόλη της Αθήνας και στην κίνηση των τρόλεϊ και τραμ (Mazower, 2002, 146). Το αμερικανικό κεφάλαιο ανταγωνίστηκε το βρετανικό κατά τη δεκαετία του 1920, όταν η Γερμανία είχε εξοστρακιστεί από τη διεθνή οικονομία. Επιπλέον, η American Foundation Company είχε ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση για την αποξήρανση της κοιλάδας του Αξιού στη βόρεια Ελλάδα, δυτικά της Θεσσαλονίκης, με τις εργασίες να ξεκινούν το 1927. Το έργο αναμενόταν να ανακουφίσει την περιοχή από την ελονοσία και άλλες μολυσματικές ασθένειες που σχετίζονται με το νερό και που είχαν ταλαιπωρήσει τους καταυλισμούς προσφύγων που είχαν δημιουργηθεί στην περιοχή. Παρόμοια σχέδια έγιναν για την κοιλάδα του Στρυμόνα στην ανατολική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Η Γερμανία, φυσικά, απουσίαζε από όλα αυτά τα μεγάλα έργα, καθώς οι κυρώσεις των Βερσαλλιών ίσχυαν μέχρι το 1926. Η εναλλακτική που διερεύνησε η Γερμανία ήταν να προσπαθήσει να αποκαταστήσει την επιρροή και το κύρος της όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων με την επίκληση ιστορικών και πολιτικών δεσμών και την προβολή της τεχνικής εμπειρογνωμοσύνης και της επιστημονικής προόδου που είχε αρχίσει να ανακτά.

Εκείνη την εποχή, το 1924, η Γερμανία ίδρυσε τη Mitteleuropaeische Wirtschaftstag (MWT), έναν οργανισμό που στόχευε στην εντατικοποίηση των οικονομικών σχέσεων της Γερμανίας με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο οργανισμός αυτός ήταν ένα από τα πιο σημαντικά όργανα για την έμμεση και κρυφή ιμπεριαλιστική διείσδυση της Γερμανίας στα Βαλκάνια (Schumann, 1973, 52. Thoerner, 1999, κεφ. 6.1., 6.2). Όπως ανέφερε το 1938 ο πρόεδρος του οργανισμού, Tilo Freiherr von Wilmowsky, ορισμένοι κύκλοι της γερμανικής χημικής και ηλεκτρικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ρουρ, άρχισαν το 1929/30 να στρέφουν το ενδιαφέρον τους στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τις οικονομικές δυνατότητες που είχε η περιοχή για τα γερμανικά συμφέροντα (Schumann, 1973, 17). Για να το πετύχει όμως αυτό η Γερμανία, εν μέσω διεθνών κυρώσεων, έπρεπε πρώτα να ενισχύσει τις εμπορικές της σχέσεις με την περιοχή και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει μέρος του κεφαλαίου για έρευνα πάνω στα πιο κοινά ορυκτά που υπήρχαν στα Βαλκάνια. Η Βρετανία και η Γαλλία είχαν ήδη ξεκινήσει μεγάλα έργα, υποστήριζε ο von Wilmowsky, για την εκμετάλλευση ιζημάτων μόλυβδου, ψευδαργύρου και χαλκού στη Γιουγκοσλαβία. Το χρώμιο, το αντιμόνιο και το πετρέλαιο ήταν άλλα σημαντικά ορυκτά που μπορούσαν να βρεθούν στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα προσέφερε κυρίως τους βωξίτες, που ήταν σημαντικοί για την κατασκευή αλουμινίου, ένα υλικό που χρησιμοποιούσε η Luftwaffe για την κατασκευή αεροπλάνων.

Η γερμανική φιλοδοξία ήταν να κατακτήσει τη διεθνή αγορά για προϊόντα υψηλής ποιότητας, τα οποία η χώρα μπορούσε ακόμη να παράγει. Ωστόσο, αυτό δεν θα ήταν δυνατό χωρίς τη δημιουργία ενός «πολιτισμικού ρεύματος» στις χώρες-στόχους, το οποίο θα βοηθούσε τη Γερμανία να ανοίξει το δρόμο για οικονομικές επενδύσεις εκεί.[xxii] Οι δραματικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα την άνοιξη του 1923 είχαν προβληματίσει ορισμένους Γερμανούς σχετικά με τη μελλοντική στάση της Ελλάδας απέναντι στη χώρα τους, καθώς η Γερμανία ήταν άμεσα εμπλεκόμενη στη λεγόμενη ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία και στο θέατρο των αιματηρών μαχών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, υποστηρίζοντας τους τελευταίους. Ωστόσο, οι γερμανικοί φόβοι για το μέλλον των σχέσεών τους με την Ελλάδα δεν επαληθεύτηκαν, αν και υπήρχε οπωσδήποτε ένας μικρός αριθμός Ελλήνων που εξέφραζαν την αντιπάθειά τους προς τη Γερμανία, σύμφωνα με γερμανικές αναφορές από την Αθήνα το 1923. Αντιθέτως, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού εξακολουθούσε να τρέφει μεγάλο σεβασμό προς τη Γερμανία, επιδεικνύοντας συχνά «έναν σχεδόν παράξενο ενθουσιασμό», όπως αναφερόταν, καθώς πίστευε ότι η Γερμανία θα μπορούσε και πάλι να ανακτήσει το μεγαλείο της. Από την άλλη πλευρά, οι μορφωμένοι κύκλοι έχοντας αναπτύξει έντονο εθνικό αίσθημα είχαν επιφυλάξεις για τους Γερμανούς, καθώς γνώριζαν πολύ καλά τις συμπάθειές τους προς την Τουρκία.[xxiii]

Αυτή η αλληλεπίδραση μεταξύ επιστήμης, οικονομίας και πολιτισμού θεώρησε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης πως έπρεπε να γίνει ακόμη πιο ισχυρή και σε έναν ακόμη τομέα: την ιατρική και ιδιαίτερα την τροπική ιατρική. Με την απώλεια των αποικιών, η τροπική ιατρική στη Γερμανία φαινόταν να έχει φτάσει στο τέλος της. Οι ιατρικοί οργανισμοί του Ράιχ στο εξωτερικό είχαν κατασχεθεί από τους Συμμάχους, προκαλώντας σοβαρή συρρίκνωση της γερμανικής ιατρικής κουλτούρας στο εξωτερικό και κατά συνέπεια ένα τεράστιο «πολιτισμικό έλλειμμα» εκτός συνόρων (Schreiber, 1926, 55).[xxiv] Ο κατεξοχήν φορέας διάδοσης της γερμανικής ιατρικής επιστήμης στο εξωτερικό ήταν το Ινστιτούτο Τροπικής Ιατρικής στο Αμβούργο, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1900. Οι ερευνητικές αποστολές στο εξωτερικό που οργανώθηκαν σε μεγάλο βαθμό από αυτό το Ινστιτούτο, χρηματοδοτήθηκαν από την Notgemeinschaft. Η έρευνα που διεξαγόταν στο Ινστιτούτο επικεντρώθηκε στις παρασιτικές ασθένειες που προκαλούνται συνήθως από τα πρωτόζωα και μεταδίδονται με τα κουνούπια. Όταν ξέσπασε ο Μεγάλος Πόλεμος, ορισμένοι από τους επιστήμονες του ινστιτούτου διορίστηκαν σύμβουλοι υγείας στα Βαλκάνια και την Τουρκία, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στα στρατεύματα του Ράιχ και συμμετείχαν επίσης στην υγεία και την πολιτιστική πολιτική στην περιοχή. Μετά τον πόλεμο, η επιστήμη και η τεχνολογία φαίνονταν να είναι τα βασικά στοιχεία που θα μπορούσαν να ενώσουν τις δύο μεταπολεμικές φιλοδοξίες της Γερμανίας, δηλαδή την οικονομική δύναμη και την πολιτισμική επιρροή.

Το 1923, ο διευθυντής του κλινικού τμήματος του Ινστιτούτου Τροπικής Ιατρικής, Peter Muehlens, ο οποίος επρόκειτο να γίνει το κεντρικό πρόσωπο της τροπικής έρευνας στα Βαλκάνια τις επόμενες δεκαετίες, πραγματοποίησε την πρώτη του μεταπολεμική επίσκεψη στη Λατινική Αμερική ως εκπρόσωπος του Ινστιτούτου. Ο επόμενος σταθμός ήταν τα Βαλκάνια. Η πρώτη επιστημονική αποστολή του Muehlens στη χερσόνησο έγινε το 1915. Είχε διοριστεί σύμβουλος υγείας για την Τουρκία και στη συνέχεια τη Βουλγαρία, αμέσως μετά την είσοδο της τελευταίας στον πόλεμο. Σε ένα από τα πολυάριθμα ταξίδια του μεταξύ του 1915 και των αρχών της δεκαετίας του 1940, επισκέφτηκε την ελληνική επαρχία της Μακεδονίας για να διεξαγάγει έρευνα για την ελονοσία, μια ασθένεια που ήταν ενδημική στην περιοχή, αποδεκατίζοντας όχι μόνο τον τοπικό πληθυσμό αλλά αποδυναμώνοντας και  όλα τα στρατεύματα. Αυτή η ασθένεια συνέχισε να μαστίζει τη Νοτιοανατολική Ευρώπη για δεκαετίες. Τα Βαλκάνια φαινόταν να προσφέρουν γόνιμο έδαφος για τη φιλοδοξία της Γερμανίας να επεκτείνει την εξωτερική της επιρροή, ακολουθώντας σχεδόν την ίδια πολιτική που είχε κάνει για τις αποικίες της στο παρελθόν. Προς τα τέλη του 1926, ο Muehlens έκανε άλλο ένα μεγάλο ταξίδι στις βαλκανικές χώρες, αυτή τη φορά στη Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Η αποστολή του δεν ήταν μόνο να αναφέρει την ιατρική κατάσταση στην περιοχή, αλλά και τις πολιτιστικές και πολιτικές διαθέσεις προς τη Γερμανία.[xxv]

Ο Muehlens επισκέφτηκε τους καταυλισμούς προσφύγων που αναγκάστηκαν να μετακινηθούν κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς και τους καταυλισμούς στη Βουλγαρία. Σύμφωνα με τον Γερμανό γιατρό, η κατάσταση ήταν απελπιστικά φρικτή. Στην Ελλάδα, επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη, όπου δοκίμασε το νέο φάρμακο, το Plasmochin, κατά της ελονοσίας σε νέα κρούσματα. Το ίδιο  έκανε στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία. Η Θεσσαλονίκη, το μεγαλύτερο λιμάνι της βόρειας Ελλάδας, είχε μετατραπεί σε προσφυγική πόλη, καθώς μεγάλος αριθμός Ελλήνων που ζούσαν για αιώνες στη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και σε μερικές από τις μεγαλύτερες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Η ξαφνική αύξηση του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, που ήταν απροετοίμαστη να δεχθεί τεράστιους αριθμούς προσφύγων, ήταν μια από τις αιτίες των πολλών επιδημιών που ξέσπασαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς. Η έλλειψη ετοιμότητας για τη μεγάλη δημογραφική και κοινωνική αυτή αλλαγή δεν ήταν η μοναδική περίπτωση αλλά εμφανίστηκε και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Επομένως, η ελονοσία και ο τύφος απειλούσαν τώρα τον γενικό πληθυσμό. Ο Muehlens, που ήταν γνωστή προσωπικότητα, έγινε δεκτός με θέρμη στην πόλη της Θεσσαλονίκης, τόσο από τις τοπικές όσο και από τις κρατικές αρχές. Παράλληλα του επέτρεψαν να επισκεφθεί το τοπικό στρατιωτικό νοσοκομείο και να δοκιμάσει το νέο φάρμακο κατά της ελονοσίας σε Έλληνες στρατιώτες.[xxvi] Όπως ανέφερε ο Γερμανός επιστήμονας, η οργάνωση της δημόσιας υγείας στην Ελλάδα ήταν πρωτόγονη σε σύγκριση με την κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία, όπου υπήρχαν επαρκής εξοπλισμός και αρκετό υγειονομικό υλικό. Η Ελλάδα βρισκόταν σε απελπιστική οικονομική κατάσταση και ο αντίκτυπος της ασθένειας επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την οικονομία, προκαλώντας πολλές χαμένες μέρες εργασίας.

Παρόλο που οι Γερμανοί υποστήριξαν τον «ανθρωπιστικό» χαρακτήρα της επίσκεψης του Muehlens στα εδάφη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που ήταν απελπισμένα για ιατρική βοήθεια, το ταξίδι του ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Είναι γεγονός ότι ο Γερμανός επιστήμονας γνώριζε ήδη πολύ καλά την περιοχή της Μακεδονίας και το μέτωπο της Θεσσαλονίκης από την τετραετή απόσπασή του στον τουρκικό και βουλγαρικό στρατό. Οι γνώσεις του, όμως, δεν περιορίζονταν σε ιατρικά θέματα, αλλά πήγαιναν βαθύτερα στη νοοτροπία των ανθρώπων.[xxvii] Όσο για τους Έλληνες, σημείωνε στην ίδια έκθεση, εξακολουθούσαν να εκτιμούν τη γερμανική επιστήμη, παρά τη συμμαχική προπαγάνδα εναντίον της τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τον πόλεμο. Μια απόδειξη αυτής της στάσης των Ελλήνων ήταν το γεγονός ότι έλαβε πρόσκληση από Έλληνες γιατρούς να συμμετάσχει στο εθνικό τους συνέδριο στη Θεσσαλονίκη και να δώσει εκεί μία διάλεξη. Παρόλο που τελικά ο Muehlens αρνήθηκε την πρόσκληση λόγω προγραμματισμένου ταξιδιού στην Κων/πολη, ήταν φανερό πως είχε πλέον σπάσει το φράγμα της απομόνωσης της Γερμανίας και στην  Νοτιο-ανατολική Ευρώπη.

Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως ο επιστημονικός απομονωτισμός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης όχι μόνο δεν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα μακροπρόθεσμα, αλλά δημιούργησε συνθήκες ακόμη πιο δυστοπικές από εκείνες που τον προκάλεσαν για το μέλλον της διεθνούς κοινότητας. Επίσης, ο αποκλεισμός δεν έβλαψε μόνο τη Γερμανία βραχυπρόθεσμα αλλά και την ίδια τη Δύση που αγνοούσε την επιστημονική δουλειά που γινόταν στην ίδια τη Γερμανία, η οποία είχε βρει τρόπους να παρακάμψει σε κάποιο βαθμό την απαγόρευση στην επικοινωνία της γνώσης. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που οι Σύμμαχοι έσπευσαν να συμπεριλάβουν τη Γερμανία στην Κοινωνία των Εθνών το 1926, πολύ πριν τη λήξη των απαγορεύσεων που είχαν οριστεί στις Βερσαλλίες, δηλαδή το 1931.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Οι άλλοι οκτώ βραβευθέντες μέχρι το 1918 ήταν από Αγγλία (2), Γαλλία (2), Σουηδία (1), Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (1), Ολλανδία (1), και Πολωνία (1 γυναίκα). Επερώτηση στη Γερμανική Βουλή 16 Οκτωβρίου 1922, περιλαμβάνεται στο αρχειακό έγγραφο: Reichstagsverhandlungen vom 15. und 16. November 1922, με τίτλο “Die Not der Wissenschaft im Reichstag”, σ. 9008, Politisches Archiv des Auswärtigen Amts (PAAA), R 65519.

[ii] Académie Royale de Belgique. Bulletin de la classe des Science, 1919, στο Schroeder-Gudehus, Deutsche Wissenschaft, 107.

[iii] “Conférence des Académies des sciences interalliées tenue à Londres en Octobre 1918. Compte rendu”. Académie Royale de Belgique, Bulletin de la classe des sciences, 1919, στο: Schroeder-Gudehus, Deutsche Wissenschaft, 93.

[iv] E. Picard, Πρακτικά 27ης Νοεμβρίου 1918, Παρίσι, στο: Schroeder-Gudehus, Deutsche Wissenschaft, 108.

[v] Όπ.π.

[vi] Βλ. παραγράφους 4, 20, 21 και 23 του Άρθρου 282, Part X (Economic Clauses) της Συνθήκης των Βερσαλλιών, http://avalon.law.yale.edu/imt/parti.aspTreaty of Versailles (Treaty of peace with Germany) – 28th June 1919 (30.12.2024)

[vii] Κριτική Prof. Hardy (Oxford University) σε άρθρο στο Nature 24 March 1921, στο Karl Kerkhof, Der Krieg gegen die deutsche Wissenschaft. Eine Zusammenstellung von Kongressberichten und Zeitungsmeldungen. Wittenberg 1922, 112.

[viii] Όπ.π.

[ix] “Denkschrift der Reichszentrale für naturwissenschaftliche Berichterstattung vom 29. Januar 1925”, PAAA, R 64981.

[x] Ωστόσο, αυτές, η Διεθνής Ένωση Μαθηματικών καθώς και η Διεθνής Γεωγραφική Ένωση δεν αναπτύχθηκαν πέρα από την ονομαστική τους ύπαρξη.

[xi] Βλ. και „Denkschrift der Reichszentrale für naturwissenschaftliche Berichterstattung vom 29. Januar 1925“, PAAA, R 64981.

[xii] „Denkschrift der Reichszentrale für naturwissenschaftliche Berichterstattung vom 29. Januar 1925“, PAAA, R 64981.

[xiii] Επερώτηση 16. Οκτωβρίου 1922 με τίτλο “Die Not der Wissenschaft im Reichstag”, στο: „Reichstagsverhandlungen vom 15. und 16. November 1922“, PAAA, R 65519.

[xiv] Nature, 25 Ιανουαρίου 1917, παρατίθεται στο: Kerkhof, Der Krieg gegen die deutsche Wissenschaft, p. 9.

[xv] Αυτό συνέβη στο Διεθνές Συνέδριο Φυματίωσης στη Λοζάνη τον Αύγουστο του 1924.

[xvi] Βραβείο Νόμπελ χημείας, το 1918, για τη μέθοδό του για τη σύνθεση αμμωνίας, που οδήγησε στην εύκολη παραγωγή τόσο λιπασμάτων, όσο και εκρηκτικών

[xvii] Φυσικοχημικός, γνωστός για τις θεωρίες του για τον υπολογισμό της χημικής συγγένειας και την ενσωμάτωσή τους στον Τρίτο νόμο της Θερμοδυναμικής.

[xviii] Να πούμε εδώ πως ήδη στις αρχές του εικοστού αιώνα, η Γερμανία είχε επεκτείνει την ερευνητική της παρουσία πέρα ​​από τα ηπειρωτικά σύνορα, ιδρύοντας τέσσερα επιστημονικά κέντρα: το κέντρο θεωρητικής φυσικής στη Λα Πλάτα, στην Αργεντινή, το γεωφυσικό παρατηρητήριο στην Απία, πρωτεύουσα των Δυτικών Σαμόα στο Νότιο Ειρηνικό, το Γερμανο-Κινεζικό Πανεπιστήμιο στο Tsingtau και τη Γερμανική Ιατρική Σχολή στο Woosung, προάστιο της Σαγκάης στην Κίνα.

[xix] Σχετικά με τη γερμανική αποστολή στον Ατλαντικό Ωκεανό με το θρυλικό πλοίο “Meteor”, βλέπε τη σχετική δημοσίευση στο: PAAA, R 65521.

[xx] “Bericht der Notgemeinschaft der Deutschen Wissenschaft über ihre Tätigkeit bis zum 31.Maerz 1922”, 38 κ.ε. στο: PAAA, R 65519.

[xxi] Η Χριστοδουλάκη αμφισβητεί την ορθόδοξη άποψη της παραδοσιακής βιβλιογραφίας ότι η Ελλάδα γλίτωσε αλώβητη από τη Μεγάλη Ύφεση, χρησιμοποιώντας νέους δείκτες και μια πιο αξιόπιστη μέθοδο ανάλυσης δεδομένων.

[xxii] Αντίγραφο επιστολής των Dr. Gerh. Menz και Herr Selke στον Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, Friedrich Heilbron, 22 Oktober 1920, Leipzig. Στο: PAAA, R 64853. Η ίδια επιστολή εστάλη και στον επικεφαλής της Ένωσης Χρηματιστηρίων (Börsenvereins).

[xxiii] Σημείωμα του Γραμματέα της Γερμανικής Πρεσβείας στην Αθήνα, Carl August Clodius, σχετικά με τις πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, 11 Μαρτίου 1924, στο: PAAA, R 64853.

[xxiv] Η Αγγλία κατάσχεσε κατά τη διάρκεια του πολέμου αρκετούς γερμανικούς σταθμούς και νοσοκομεία, όπως το “Viktoria-Krankenhaus der Diakonissenanstalt Kaiserswerth” στο Κάιρο (ιδρύθηκε το 1885) και την Αλεξάνδρια, το “Koenig-Wilhelm-Hospiz” στο Coubeeh les Bains κοντά στο Cairo που δημιουργήθηκε το 1912, και το “Hospital der Sudan-Pioniermission” στο Assuan, που ιδρύθηκε το 1906. Στο Ιράν, το Kaiserreich συνέβαλε στην ίδρυση του Εθνικού Νοσοκομείου στην Τεχεράνη το 1885, το οποίο από το καλοκαίρι του 1919 διευθυνόταν από Άγγλους γιατρούς. Στο ίδιο, 51.

[xxv] Εμπιστευτική έκθεση του Muehlens με τίτλο “Kurzer Bericht über medizinische und kulturelle Eindrücke aus Jugoslawien, Griechenland, Bulgarien und der Türkei”, 1926. Στο: PAAA, R 64680.

[xxvi] Αναφορά του Γερμανού Προξένου στη Θεσσαλονίκη προς το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών στο Βερολίνο, 07.08.1926. Στο: PAAA, R 64680.

[xxvii] Εμπιστευτική έκθεση του Muehlens με τίτλο “Kurzer Bericht über medizinische und kulturelle Eindrücke aus Jugoslawien, Griechenland, Bulgarien und der Türkei”, 1926. Στο: PAAA, R 64680.

ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Politisches Archiv des Auswärtigen Amts (PAAA) – ΓΕΡΜΑΝΙΑ

R 64680, R 64853, R 64981, R 65519, R 65521

ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ

Ελληνόγλωσσες

Κουγέας, Σ. Β., (1925) Εντυπώσεις εκ Ρουμανίας. Απόσπασμα εκ του ημερολογίου της Μεγάλης Ελλάδος.

Ξενόγλωσσες

Karo, G., (1919), Der Krieg der Wissenschaft gegen Deutschland. München.

Karo, G., (1925), Der geistige Krieg gegen Deutschland. Halle: Sonderheft

Kerkhof, K., (1922), Der Krieg gegen die deutsche Wissenschaft. Eine Zusammenstellung von Kongressberichten und Zeitungsmeldungen. Wittenberg.

Schreiber, G., (1926), Deutsche Medizin und Notgemeinschaft der deutschen Wissenschaft. Geschehnisse und Erlebnisse deutscher Medizinalpolitik und Kulturpolitik. Leipzig: Quelle & Meyer.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ελληνόγλωσση

Mazower, M., (2002), Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου. Αθήνα: ΜΙΕΤ

Ξενόγλωσση 

Christodoulaki, O., (2001) “Industrial growth in Greece between the wars. A new perspective.” στο: European Review of Economic History 5, 61-89. doi:10.1017/S136149160100003X

Hammerstein, N., (1999), Die Deutsche Forschungsgemeinschaft in der Weimarer Republik und im Dritten Reich. Wissenschaftspolitik in Republik und Diktatur 1920-1945. München.

MacLeod, R., (1999), “Secrets among Friends: The Research Information Service and the ‘Special Relationship’ in the Allied Scientific Information and Intelligence, 1916-1918.”, Minerva 37, 201-233. http://www.jstor.org/stable/41821146.

Macrakis, K., (1993), Surviving the Swastika. Scientific Research in Nazi Germany. New York: Oxford University Press.

Pyenson, L., (1985), Cultural Imperialism and Exact Sciences. German Expansion Overseas 1900-1930, New York: Lang.

Schroeder-Gudehus, B., (1966), Deutsche Wissenschaft und Internationale Zusammenarbeit 1914-1928. Ein Beitrag zum Studium kultureller Beziehungen in politischen Krisenzeiten. (Dissertation), Genève. https://repository.graduateinstitute.ch/record/604/

Schroeder-Gudehus, B., (1973), “Challenge to Transnational Loyalties: International Scientific Organisations after the First World War”, Science Studies 3, 93-118. https://doi.org/10.1177/030631277300300201

Schroeder-Gudehus, B., (1990), “Internationale Wissenschaftsbeziehungen und auswärtige Kulturpolitik 1919-1933. Vom Boykott und Gegen-Boykott zu ihrer Wiederaufnahme”, στο: RUDOLF VIERHAUS, BERNHARD Vom BROCKE (Hg.), Forschung im Spannungsfeld von Politik und Gesellschaft. Geschichte und Struktur der Kaiser-Wilhelm-/Max-Planck-Gesellschaft. Stuttgart 1990, 858-885.

Schulze, W., (1995), Der Stifterverband für die Deutsche Wissenschaft 1920-1995. Berlin: Academie Verlag.

Schumann, W., (Hg.) (1973), Griff nach Südosteuropa. Neue Dokumente über die Politik des deutschen Imperialismus und Militarismus gegenüber Südosteuropa im Zweiten Weltkrieg. Berlin : Deutscher Verlag d. Wiss.

Solla Price, Derek J. de (1967), “Nations can publish or perish”, Science and Technology 70, 84-90.

Spence Richards, P., (1990), “The Movement of Scientific Knowledge from and to Germany under National Socialism”, Minerva 28: 4, 401-425. https://www.jstor.org/stable/41820823

Thoerner, K., (1999) Deutsche Südosteuropapläne, 1840-1945. Dissertation an der Carl-von Ossietzky Universität, 31.10.1999.

Vierhaus, R. και Vom BROCKE, B., (Hg.), (1990), Forschung im Spannungsfeld von Politik und Gesellschaft. Geschichte und Struktur der Kaiser-Wilhelm-/Max-Planck-Gesellschaft. Stuttgart: Dt. Verl.-Anst.

Η Μαρία Ζαρίφη είναι Ιστορικός της Επιστήμης και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στην Ιστορία και τον Πολιτισμό του European University Institute (EUI) της Φλωρεντίας. Έχει διδάξει Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο για πολλά χρόνια. Έχει επίσης διδάξει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και στο University of Regensburg στη Γερμανία ως full-time επισκέπτρια καθηγήτρια. Διετέλεσε ερευνητική συνεργάτης (fellow) στο Institute for Advanced Studies (FRIAS) στο Freiburg i.Br., στο Institute for East and Southeast European Studies (IOS) στο Regensburg, και στο Heidelberg Centre for Transcultural Studies (HCTS), Cluster of Excellence “Asia and Europe in a Global Context”, στη Γερμανία. Τα ενδιαφέροντά της τα τελευταία χρόνια εστιάζουν στην Ιστορία της Ιατρικής και της Δημόσιας Υγείας. Είναι η συγγραφέας του βιβλίου Science, Culture and Politics. Germany’s cultural policy and scientific relations with Greece 1933-1945 (Saarbrücken/Germany, 2010) και μαζί με τους Γ. Βλαχάκη και Β.Χριστίδου έχει συγγράψει το διδακτικό εγχειρίδιο Επιστήμη και Τεχνολογία στη Δημόσια Σφαίρα (Πάτρα, 2022) για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου «Επικοινωνία της Επιστήμης». Έχει επίσης δημοσιεύσει κεφάλαια σε συλλογικούς τόμους και άρθρα σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά.

Βασίλης Λεμπέσης

Καθηγητής Θεωρητικής Φυσικής, Πανεπιστήμιο King Saud, Ριάντ, Σαουδικής Αραβίας

Leave a Reply