Skip to main content
Χρόνος Ανάγνωσης 21 Λεπτά

Γιώργος Βασιλείου / Συλλέγοντας το απόσταγμα ( πεμπτουσία) της ζωής / Λάδι σε καμβά 130 x 100 cm

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τα επιτεύγματα της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) εγείρουν πλήθος συζητήσεων οι οποίες πλέον αποκτούν διεπιστημονικό χαρακτήρα. Αυτό είναι ενδεικτικό του ρόλου και της επίδρασης της χρήσης συστημάτων ΤΝ στην κοινωνική πραγματικότητα. Παράλληλα όμως οι συζητήσεις αυτές συχνά έχουν ασταθείς βάσεις μη λαμβάνοντας υπόψη τι ακριβώς συμβαίνει σε επίπεδο παραγωγής και εφαρμογής των τεχνολογιών αυτών. Στην ίδια κατεύθυνση απουσιάζει μια κατανόηση της ιστορικής διαμόρφωσης του πεδίου. Μια τέτοια σημαντική διάσταση που σπανίως εξετάζεται ενδελεχώς είναι ο ρόλος της ψυχολογίας στη διαμόρφωση της ΤΝ. Στο παρόν άρθρο θα παρουσιάσουμε μια πλευρά της αλληλεπίδρασης ψυχολογίας-ΤΝ και τις επιπτώσεις στο πεδίο της ψυχολογίας.

ΓΙΑΤΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ;

Η ψυχολογία, όπως και άλλες κοινωνικές επιστήμες, συγκροτείται ως αυτόνομη επιστήμη τον 19ο αιώνα. H ψυχολογία ως επιστημονικό πεδίο παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα, η οποία έγκειται σε δύο χαρακτηριστικά. Πρώτον αυτός ο κλάδος εστιάζεται στην έρευνα  της ενδότερης ψυχικής ζωής του νεωτερικού υποκειμένου, της ιδιωτικής, υποκειμενικής του εμπειρίας. Δεύτερον ο εν λόγω κλάδος  εντοπίζεται στο μεταίχμιο κοινωνικών και φυσικών επιστημών, καθώς η μελέτη αφορά τόσο το κοινωνικό υποκείμενο όσο και το βιολογικό υπόβαθρο των χαρακτηριστικών που αποδίδονται σε αυτό. Χαρακτηριστικό της ψυχολογίας ως επιστημονικού κλάδου είναι ότι δεν αποτελεί ένα ομοιογενές πεδίο. Ήδη από τον 19ο αιώνα εμφανίζονται διαφορετικές ψυχολογικές θεωρίες με διαφορετικές –και συχνά αντικρουόμενες– φιλοσοφικές παραδοχές, οι οποίες επηρεάζουν και την ταξινόμηση της ψυχολογίας ως φυσικής ή κοινωνικής επιστήμης. Αυτή η ιδιοτυπία της ψυχολογίας ως προς τη φύση και τη μέθοδο εξήγησης των νοητικών φαινομένων είναι συνυφασμένη με την εδραίωσή της ως επιστήμης τον 20ό αιώνα. Πολλές/-οι ιστορικοί της ψυχολογίας καθώς και επιστήμονες του πεδίου μιλούν για την κρίση της ψυχολογίας ως κάτι που εμφανίζεται ταυτόχρονα με τη γέννηση του πεδίου (Mülberger & Sturm, 2012).

Στον 20ό αιώνα η κρίση της ψυχολογίας καθώς και οι τρόποι επίλυσης των θεωρητικών και μεθοδολογικών ζητημάτων που πηγάζουν από αυτήν απέκτησαν νέο χαρακτήρα με την εμφάνιση των εννοιών της πληροφορίας και του υπολογισμού. Σε αυτή τη διεργασία καταλυτική ήταν η εδραίωση της κυβερνητικής (cybernetics) μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κυβερνητική ενέταξε στον εννοιολογικό της εξοπλισμό τις έννοιες της πληροφορίας και του υπολογισμού και επεκτάθηκε στη μελέτη κάθε φαινομένου (κοινωνικού και φυσικού) βάσει της παραδοχής πως όλα τα φαινόμενα διέπονται από τις ίδιες αρχές του ελέγχου και της επικοινωνίας (Wiener, 1948). Η κυβερνητική προώθησε τη γνωσιακή επανάσταση στα μέσα του 20ού αιώνα που μετασχημάτισε θεμελιωδώς πλήθος επιστημονικών πεδίων (ψυχολογία, γλωσσολογία, κοινωνιολογία κ.α.) και οδήγησε στην εμφάνιση νέων (τεχνητή νοημοσύνη, νευροεπιστήμες, γνωσιακή επιστήμη κ.α.).

Ως γνωσιακή επανάσταση αναφέρεται η θεωρητική στροφή που υιοθέτησε το μοντέλο του νου ως μηχανής επεξεργασίας πληροφοριών και επηρέασε πλήθος επιστημονικών πεδίων. Η ανάπτυξη της θεωρίας της πληροφορίας και του ψηφιακού ηλεκτρονικού υπολογιστή τις δεκαετίες 1940-1950 που προηγήθηκαν της γνωσιακής επανάστασης ήταν κομβική για την προώθηση της τελευταίας. Η γνωστική ψυχολογία αναδύθηκε την ίδια περίοδο ως αποτέλεσμα της γνωσιακής επανάστασης και μελετούσε τον νου ως μηχανή επεξεργασίας πληροφοριών. Γι’ αυτό και την πρώτη περίοδο αναφερόταν ως ψυχολογία της επεξεργασίας πληροφοριών. Το παράδειγμα της θεωρίας της πληροφορίας παρέμεινε κομβικό για την γνωστική ψυχολογία, αλλά στην πορεία εμφανίστηκαν διάφορα μοντέλα στην προσπάθεια να εξηγηθούν οι γνωστικές λειτουργίες βάσει του παραλληλισμού νου-υπολογιστή.

Η επίδραση της κυβερνητικής στα διάφορα επιστημονικά πεδία αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου διαδόθηκε η μεταφορά ανθρώπου-μηχανής και συγκεκριμένα η μεταφορά του εγκεφάλου/νου ως υπολογιστή. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τον ρόλο που διαδραμάτισε η ψυχολογία κατά τη διαμόρφωση του πεδίου της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) και τις επιδράσεις της ανάπτυξης της τελευταίας στην ψυχολογία, ούτως ώστε να εξεταστεί η μεταξύ τους σχέση στην διαδικασία εκμηχάνισης των νοητικών διαδικασιών. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι στο παρόν άρθρο εξετάζεται η ιστορική διαμόρφωση του πεδίου της ΤΝ. Αυτό σημαίνει ότι οι παγιωμένες θέσεις που εμφανίζονται στο πεδίο σήμερα δεν είχαν τέτοιον χαρακτήρα κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες που θα εξετάσουμε. Αυτό ακριβώς είναι το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται ο ρόλος της ψυχολογίας: η αλληλεπίδραση των πεδίων και η διαδικασία οριοθέτησης του νέο-αναδυόμενου πεδίου της ΤΝ με επίκεντρο το επίδικο ζήτημα της μελέτης και εξήγησης των νοητικών διαδικασιών ως μέρος της διαδικασίας εκμηχάνισής τους.

Ως εκμηχάνιση των νοητικών διαδικασιών αναφέρεται η διαδικασία κατά την οποία πλευρές της ανθρώπινης γνωστικής ικανότητας (cognition) μεταφέρονται σε μηχανικές συναρμογές. Τέτοιες πλευρές είναι, για παράδειγμα, η επίλυση προβλημάτων, η λήψη αποφάσεων, η ταξινόμηση δεδομένων κ.ο.κ. Προκειμένου να επιτευχθεί η εκμηχάνιση των νοητικών διαδικασιών προηγουμένως απαιτείται η μοντελοποίησή τους με συγκεκριμένο τρόπο: η ανάδειξη ομοιοτήτων στη λειτουργία του νου/εγκεφάλου με τον ψηφιακό ηλεκτρονικό υπολογιστή ως η μηχανική συναρμογή που εκτελεί εργασίες αντίστοιχες με αυτές του νου/εγκεφάλου. Τέτοιου είδους μοντέλα αναπτύχθηκαν, μεταξύ άλλων, από την ΤΝ και τη γνωστική ψυχολογία.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ

Η εποχή της ΤΝ αναδύθηκε ως η σύνδεση του υπολογισμού και της γνωστικής ικανότητας (cognition). Πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις μπορούν να αξιοποιηθούν στη συζήτηση της μεταξύ τους σχέσης. Για παράδειγμα, η φιλοσοφία του νου –και εν μέρει η γνωσιακή επιστήμη– θέτει το πλαίσιο συζήτησης προσεγγίζοντας ή ορίζοντας τις δύο έννοιες και εστιάζοντας στις ομοιότητες και τις διαφορές τους, συνήθως με αφηρημένο τρόπο (βλ. για παράδειγμα Chalmers, 1995· Churchland & Churchland, 1990· Putnam, 1960). Στο παρόν άρθρο φιλοδοξούμε να αποφύγουμε τη συνήθη αντίληψη ότι οι έννοιες αυτές είναι σταθερές. Για τον λόγο αυτό η ανάλυση κατευθύνεται από τα παρακάτω ερωτήματα: Πώς κατέληξαν οι έννοιες του υπολογισμού και της γνωστικής ικανότητας να αποτελούν το αντικείμενο της ΤΝ; Ποιες ήταν οι φιλοδοξίες της ΤΝ; Ποιος είναι ο ρόλος της ψυχολογίας σε αυτές τις διαδικασίες;

Όταν συζητά κανείς για την ΤΝ διάφοροι περιορισμοί προκύπτουν κυρίως λόγω του μεγέθους των εξελίξεων στο πεδίο καθώς και του εύρους των εφαρμογών: αναγνώριση προτύπων, σημασιολογική αναπαράσταση (semantic representation), ευρετικά προγράμματα (heuristic programs), επεξεργασία φυσικής γλώσσας (natural language processing), έμπειρα συστήματα (expert systems), ρομπότ, μηχανική μάθηση (machine learning) κ.λπ. Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε τα προαναφερθέντα ερωτήματα θα επικεντρωθούμε στις θεωρητικές εξελίξεις του πεδίου. Η επιλογή αυτή δικαιολογείται από τις πρώιμες εξελίξεις στην ΤΝ, οι οποίες βασίζονται κυρίως στο έργο των Allen Newell και Herbert Simon –δηλαδή στη δημιουργία του θεωρητικού πλαισίου που άνοιξε τον δρόμο για το κίνημα που είχε ήδη ξεκινήσει με την κυβερνητική– καθώς και από την κυρίαρχη αφήγηση της ιστορίας της ΤΝ. Η εστίαση στις θεωρητικές εξελίξεις δικαιολογείται περαιτέρω από τη θεματική του άρθρου, δηλαδή την εξέταση του ανθρώπου ως μηχανή, του εγκεφάλου ως υπολογιστή και του αντίκτυπου αυτής της προοπτικής στην ψυχολογία. Αν και η σύνδεση της λειτουργίας ανθρώπου-υπολογιστή/μηχανής ήταν διαδεδομένη πριν από την έλευση της ΤΝ, μόνο μέσω της ΤΝ αυτή η μεταφορά κατέστη το καθολικό πρίσμα μέσα από το οποίο εξετάζεται η διανοητική ζωή του υποκειμένου. Η ΤΝ μετέτρεψε την προσέγγιση αυτή σε επιστημονική θεωρία.

Ένα από τα ζητήματα που προκύπτουν κατά την αξιολόγηση των παρελθοντικών επιτευγμάτων της ΤΝ και την εξέταση της ιστορικής της διαμόρφωσης είναι η δυσκολία κατηγοριοποίησης των διάφορων  θεωρητικών και πρακτικών εξελίξεων· να διαχωριστεί δηλαδή η θεωρία από την πράξη στην αποτίμηση της συνολικής εξέλιξης του πεδίου. Παρ’ όλα αυτά, η σύγκρουση μεταξύ αυτών που προσδιορίζονταν ως neats (καθαροί, τακτοποιημένοι) και scruffies (ατημέλητοι) ήταν κάτι που χαρακτήριζε το πεδίο και δύναται να υποδείξει έναν τρόπο εξέτασης της ιστορικής της διαμόρφωσης. Οι scruffies ασχολούνταν με τα συστήματα που αποτελούνται από ένα σύνολο από ρουτίνες οι οποίες προέκυπταν πειραματικά και σχεδιάζονταν για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων, ενώ οι neats ασχολούνταν με τα προγράμματα που βασίζονται σε θεωρητικά θεμελιωμένες αρχές (Nilsson, 2010). Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τη διάκριση μεταξύ neats και scruffies. Εδώ αρκεί να τονιστεί ότι η διάκριση παρουσιάζει μια μεθοδολογική διάσταση. Οι πρώτες τρεις δεκαετίες της εδραίωσης της ΤΝ χαρακτηρίστηκαν από άφθονη χρηματοδότηση, κυρίως από στρατιωτικά προγράμματα, όμως αρκετά σύντομα υπήρξε αυτό που χαρακτηρίζεται ως «χειμώνας της ΤΝ», μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από επιφύλαξη και απογοήτευση από τις μεγαλεπήβολες υποσχέσεις των προηγούμενων χρόνων (Nilsson, 2010). Αυτή η περίοδος σταματάει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και η σημαντική ανάπτυξη που γνώρισε το πεδίο αποδίδεται στην υπαγωγή της ΤΝ στην επιστημονική μέθοδο, η οποία μεθοδολογικά συνδέεται με την επικράτηση των neats έναντι των scruffies (Norvig & Russell, 2021). Το γεγονός ότι η ΤΝ απέκτησε status επιστημονικού κλάδου αποδίδεται λοιπόν στο ότι δεν βασίστηκε σε συγκεκριμένα συστήματα που αναπτύχθηκαν, αλλά στη συγκεκριμένη εννοιολογική σύλληψη του αντικειμένου της που επετεύχθη στο θεωρητικό πλαίσιο της ΤΝ. Στον πυρήνα της εννοιολογικής σύλληψης εμφανίζεται με διάφορους τρόπους η διαδικασία εκμηχάνισης των νοητικών διαδικασιών.

ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ

Στις περισσότερες αφηγήσεις για τη διαμόρφωση της ΤΝ ως επιστημονικού κλάδου αναφέρεται ότι εξαρχής υπήρχε μια διαμάχη σχετικά με το καταλληλότερο θεωρητικό μοντέλο που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για την προσομοίωση πτυχών της ανθρώπινης νόησης. Από τη μία πλευρά, οι Allen Newell, John Shaw και Herbert Simon πρότειναν το πρόγραμμα Logic Theorist, ως μια εξήγηση της παρατηρούμενης συμπεριφοράς «που παρέχεται από ένα πρόγραμμα που αποτελείται από πρωταρχικές (primitive) πληροφοριακές διεργασίες το οποίο παράγει αυτή τη συμπεριφορά» (Newell, Shaw & Simon, 1958: 151). Το πρόγραμμα έμεινε γνωστό ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της συμβολικής ΤΝ, θεμελιωμένο στο παράδειγμα της (συμβολικής) επεξεργασίας πληροφοριών. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν θεωρίες όπως το αντίληπτρο (νευρώνας Perceptron) του Rosenblatt (Rosenblatt, 1958), το Pandemonium του Selfridge (Selfridge, 1959) και, αργότερα, το μοντέλο παράλληλης-κατανεμημένης επεξεργασίας (Parallel Distributed Processing or PDP) (McClelland, Rumelhart & The PDP Research Group, 1986), οι οποίες εντάσσονται στο παράδειγμα των νευρωνικών δικτύων. Η ιστορία που διηγούνται όσοι ασχολούνται με την ιστορία της ΤΝ είναι ότι η συμβολική ΤΝ κυριάρχησε μεταξύ 1960-1980, αλλά απέτυχε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και να ξεπεράσει τα θεωρητικά εμπόδια που προέκυψαν μετά από χρόνια εργασίας πάνω σε συστήματα ΤΝ. Στη συνέχεια –ή ως αποτέλεσμα– το μοντέλο παράλληλης-κατανεμημένης επεξεργασίας (PDP) που εμφανίστηκε το 1986 περιγράφεται ως το μοντέλο που ήρθε να σώσει την ΤΝ από το αδιέξοδο (Norvig & Russell, 2021· Nilsson, 2010).

Βέβαια, όπως είναι ευρέως γνωστό, η θεωρία των νευρωνικών δικτύων που κυριάρχησε στο πεδίο τη δεκαετία του 1980 δεν ήταν καινούργια και προηγείται της θεμελίωσης του πεδίου της ΤΝ. Η θεωρία των νευρωνικών δικτύων εισήχθη για πρώτη φορά το 1943 από τους κυβερνητιστές Warren McCulloch και Walter Pitts. Η εμφάνιση του πεδίου της ΤΝ εντοπίζεται συνήθως στο 1956, όταν έλαβε χώρα το εργαστήριο στο κολλέγιο Dartmouth, στο οποίο συμμετείχαν οι ερευνητές που θα καθόριζαν την πορεία του πεδίου. Στον τίτλο της πρότασης για το ερευνητικό πρόγραμμα εμφανίζεται και η έννοια της ΤΝ (McCarthy et al, 2006). H διαμόρφωση της ΤΝ ως επιστημονικού κλάδου το 1956 στο πλαίσιο του εργαστηρίου στο κολλέγιο Dartmouth περιγράφεται ως μια εργασία οριοθέτησης που ενορχηστρώθηκε κυρίως από τον John McCarthy, ο οποίος ξεκίνησε την ιδέα ενός εργαστηρίου για τη θεωρία του εγκεφάλου και των αυτομάτων (Kline, 2011). Η εργασία οριοθέτησης αφορούσε τη διαφοροποίηση του αντικειμένου της ΤΝ από εκείνο της μελέτης των αυτομάτων (Automata Studies) και της κυβερνητικής. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία παίζουν και τα πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα που προώθησαν την προσέγγιση που κατέληξε να ονομάζεται συμβολική ΤΝ, αντί της προηγούμενης μεθόδου μοντελοποίησης του εγκεφάλου που βασιζόταν σε μια νευροφυσιολογική προσέγγιση σχετική με την κυβερνητική και τα νευρωνικά δίκτυα (Kline, 2011).

H εργασίας οριοθέτησης που επιχείρησε η ΤΝ κατά τη διαμόρφωσή της και ο χαρακτήρας της διαφοροποίησής της από την κυβερνητική αποτελούν κομβικά χαρακτηριστικά στην ιστορία του πεδίου. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε τον ρόλο της ψυχολογίας στη θεωρητική σύγκρουση μεταξύ συμβολικής ΤΝ και νευρωνικών δικτύων. Στόχος είναι να εξεταστεί ο ρόλος της ψυχολογίας στη συζήτηση μεταξύ των δύο «παραδειγμάτων» καθώς και η σχέση της ψυχολογίας με το καθένα από τα δύο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιχειρείται τελικώς η σκιαγράφηση της σχέση μεταξύ των δύο προσεγγίσεων εντός του πεδίου της ΤΝ.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Η αναζήτηση της αφετηρίας για μια προκαταρκτική εξέταση του ρόλου της ψυχολογίας στην ανάπτυξη του πεδίου της ΤΝ δεν είναι κάτι δεδομένο ή τετριμμένο. Από τη μία πλευρά, όσον αφορά τη συμβολική ΤΝ, οι Newell, Shaw και Simon ισχυρίστηκαν ότι το Logic Theorist –το εργαλείο που ενίσχυσε τα θεμέλια της ΤΝ– ήταν στην πραγματικότητα μια θεωρία περί της γνωστικής ικανότητας και όχι απλώς ένα προσχέδιο ενός γενικού λύτη προβλημάτων. Η φιλοδοξία ότι το πρόγραμμα είναι μια θεωρία που εξηγεί τη λειτουργία του νου βασιζόταν στην δυνατότητα πρόβλεψης της συμπεριφοράς του οργανισμού προϋποθέτοντας ομοιότητες μεταξύ του οργανισμού και του προγράμματος στη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων (Newell et al, 1958). Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ταύτισης του επιφαινόμενου της συμπεριφοράς –δηλαδή αυτού που εμπειρικά προσλαμβάνεται– με τη δομή που διέπει την εκάστοτε συμπεριφορά. Η υιοθέτησης μιας τέτοιου είδους εμπειρικής προσέγγισης φαίνεται ότι ήταν προϋπόθεση για την κυριαρχία της ΤΝ έναντι της ψυχολογίας. Ο στόχος των συγγραφέων να αναγνωριστεί το πρόγραμμα ως μια θεωρία περί της γνωστικής ικανότητας καθίσταται φανερός στο τέλος του άρθρου τους και συνδέεται με αυτό που οι ίδιοι αναγνωρίζουν ως την προβληματική φύση της ψυχολογίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «οι αοριστίες που ταλαιπώρησαν τη θεωρία των ανώτερων νοητικών διεργασιών και άλλα μέρη της ψυχολογίας εξαφανίζονται όταν τα φαινόμενα περιγράφονται ως προγράμματα» (Newell et al, 1958: 166). Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο πεδίων: η ψυχολογία διαγιγνώσκεται ως ανεπαρκής να εξηγήσει τα φαινόμενα που μελετά (το οποίο έχει σχετιστεί και με την κρίση στο πεδίο που αναφέρθηκε στην αρχή) και ένα πεδίο με διαφορετικό αντικείμενο και διαφορετικά θεωρητικά εργαλεία αναλαμβάνει να καλύψει τις ανεπάρκειες της ψυχολογίας. Για τον ίδιο λόγο, οι μεταγενέστερες εργασίες των Newell και Simon δεν βασίστηκαν σε μια εξιδανικευμένη αντίληψη της επίλυσης προβλημάτων. Αντίθετα, επικεντρώθηκαν σε πειράματα με ανθρώπινα υποκείμενα για να εξετάσουν τον συγκεκριμένο τρόπο επίλυσης προβλημάτων στον άνθρωπο (Newell & Simon, 1972).

Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τη θεωρία των νευρωνικών δικτύων, αυτή δεν επηρεάζεται απλώς από τις ψυχολογικές προσεγγίσεις των νοητικών λειτουργιών. Oι πιο γνωστές εξελίξεις στην ιστορία της ΤΝ όσον αφορά τα νευρωνικά δίκτυα εκπονήθηκαν από ψυχολόγους (Warren McCulloch, Frank Rosenblatt, David McClelland, David Rumelhart). Ένα κοινό χαρακτηριστικό ήδη από την πρώτη εμφάνιση της θεωρίας των νευρωνικών δικτύων από τους McCulloch και Pitts είναι ο ρόλος της στην επίλυση των θεωρητικών προβλημάτων της ψυχολογίας. Έτσι οι συγγραφείς επιχείρησαν την αναγωγή του συνόλου της ψυχικής και νοητικής λειτουργίας στη νευρωνική δραστηριότητα και στη συνέχεια την αναπαράσταση της νευρωνικής δραστηριότητας μέσω της λογικής (στη θεωρία των νευρωνικών δικτύων). Η προαναφερθείσα διαδικασία θεωρείται ότι μας επιτρέπει να γνωρίσουμε τον νου αφαιρώντας τα μυστικιστικά χαρακτηριστικά που παρέμειναν κατά την ψυχολογική έρευνα. Έτσι η φυσιολογία και η λογική αναπαράσταση αποτελούν τη βάση για την κατανόηση των ψυχονοητικών φαινομένων ή όπως γλαφυρά αναφέρουν οι McCulloch και Pitts (McCulloch & Pitts, 1943: 132) «ο νους» πλέον δεν κινείται «σαν φάντασμα, περισσότερο ακόμη κι από ένα φάντασμα». Δεν είναι άτοπο, λοιπόν, να θέσουμε ερωτήματα για τον ρόλο της ψυχολογίας στη διαμόρφωση της ΤΝ: Ήταν ο ρόλος της ψυχολογίας καθοριστικός; Ποιες ψυχολογικές προσεγγίσεις χρησιμοποιήθηκαν στη διαμόρφωση των θεωριών της ΤΝ; Γιατί επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένες ψυχολογικές προσεγγίσεις έναντι άλλων;

Παρότι διαισθητικά μπορεί να πιστεύουμε ότι υπάρχουν πολλά κοινά σημεία μεταξύ της ΤΝ και της ψυχολογίας, οι συγκεκριμένες συγκλίσεις και αποκλίσεις δεν έχουν προσδιοριστεί επαρκώς, μέσω δηλαδή της εξέτασης της ιστορικής διαμόρφωσής τους κατά τη διάρκεια των εξελίξεων της ΤΝ. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για την αξιολόγηση του έργου της ΤΝ στο σύνολό του, τη σχέση μεταξύ υπολογισμού και γνωστικής ικανότητας, τη δυνατότητα μοντελοποίησης του ανθρώπινου εγκεφάλου από συστήματα ΤΝ, τίθεται το ερώτημα: ποια είναι άραγε η αφετηρία για την εξέταση των προαναφερθεισών εννοιών από την ΤΝ και τη σχέση τους με την ψυχολογία; Το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο αν τις εξετάσουμε από την οπτική γωνία της σύγκρουσης μεταξύ της συμβολικής ΤΝ και των νευρωνικών δικτύων.

Στην πρόταση του εργαστηρίου που έλαβε χώρα στο κολλέγιο Dartmouth, όπου και τοποθετείται η θεμελίωση του πεδίου, η μελέτη του αντικειμένου της ΤΝ βασίζεται στην υπόθεση ότι «κάθε πτυχή της μάθησης ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό της νοημοσύνης μπορεί κατ’ αρχήν να προβλεφθεί με τόση ακρίβεια ώστε να μπορεί να την προσομοιώσει μια μηχανή» (McCarthy et al, 2006: 12). Ίσως να θεωρείται τετριμμένο, όμως οφείλουμε να εστιάσουμε στο γεγονός ότι σε αυτόν τον πρώτο ορισμό της ΤΝ κυριαρχεί η έννοια της εκμηχάνισης πτυχών της ανθρώπινης δραστηριότητας, της γνωστικής ικανότητας, της νοημοσύνης κ.λ.π. Η έννοια της εκμηχάνισης βρίσκεται στο επίκεντρο της ΤΝ μέσω της διαδικασίας σαφή ορισμού πλευρών της νοημοσύνης με απώτερο στόχο τον σχεδιασμό μηχανών που προσομοιώνουν πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και γνωστικής ικανότητας. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να δείξουμε ότι η μελέτη και η θεωρητική σύλληψη της ανθρώπινης δραστηριότητας καθώς και η διαδικασία σχεδιασμού θεωριών για την κατασκευή μηχανών που προσομοιώνουν στον άνθρωπο, αφ’ ης στιγμής εμφάνισης της ΤΝ, είναι αλληλένδετες με τη διαδικασία εκμηχάνισης πτυχών της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Σε αυτό το πλαίσιο τίθεται ένα ερώτημα αναφορικά με τον χαρακτήρα της σχέσης ψυχολογίας-ΤΝ. Ποιο πεδίο ήταν κυρίαρχο σε αυτή την αλληλεπίδρασή που είχε στον πυρήνα της τη διαδικασία εκμηχάνισης πλευρών της γνωστικής ικανότητας; Ήταν η ψυχολογία με εργαλείο της επιστημονικές θεωρίες της για την ανθρώπινη γνωστική ικανότητα ή η ΤΝ με τα νέο-εισηγηθέντα θεωρητικά μοντέλα;

ΜΙΑ ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ

Στη σχετική βιβλιογραφία, η σύγκρουση μεταξύ συμβολικής ΤΝ και νευρωνικών δικτύων συνήθως θεωρείται δεδομένη. Εξετάζοντας όμως την ιστορία της ΤΝ και τα διάφορα συστήματα που αναπτύχθηκαν, είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί ότι η σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών παραδειγμάτων ήταν κυρίαρχο φαινόμενο. Αυτό δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ανάλυση του ρόλου που διαδραμάτισε η ψυχολογία στη διαμόρφωση και εδραίωση της ΤΝ. Έτσι από την οπτική της ψυχολογίας, η αναλυτική κατηγορία της σύγκρουσης μεταξύ δύο παραδειγμάτων που το ένα επικράτησε έναντι του άλλου μπορεί να μην είναι η καταλληλότερη προσέγγιση για την κατανόηση της διαδικασίας εκμηχάνισης της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Μια πιο διαφωτιστική προσέγγιση για την αξιολόγηση του έργου που επιτελείται στην ΤΝ μπορεί να βασιστεί στην ιδέα μιας προοδευτικά ριζοσπαστικότερης εκμηχάνισης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση θεμελιώνεται με την εμφάνιση της συμβολικής ΤΝ τη δεκαετία του 1950 και κορυφώνεται με την επικράτηση της θεωρίας των νευρωνικών δικτύων μετά το 1980. Η κορύφωση της ριζοσπαστικοποίησης συνοδεύεται από την σκληροπυρηνικά υλιστική θέση σύμφωνα με την οποία πλευρές της διανοητικής ζωής ανάγονται στη νευρική δραστηριότητα του εγκεφάλου –και όχι στην αφηρημένη επεξεργασία συμβόλων που εξετάζεται από τη συμβολική ΤΝ.

Η ιδέα της ριζοσπαστικοποίησης και της γενίκευσης των αποτελεσμάτων της ΤΝ μέσω της θεωρίας των νευρωνικών δικτύων γίνεται σαφέστερη αν εξετάσουμε τις διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις που περιλαμβάνουν τα δύο θεμελιώδη θεωρητικά μοντέλα. Στην περίπτωση της συμβολικής ΤΝ, στο επίκεντρο βρίσκεται η επεξεργασία συμβόλων και το ίδιο συμβαίνει με την προέκταση των επιστημολογικών παραδοχών της συμβολικής ΤΝ σε άλλα πεδία, όπως π.χ. στην ψυχολογία (με την εμφάνιση της ψυχολογία της επεξεργασίας πληροφοριών) και στη γνωσιακή επιστήμη (με την εμφάνιση της υπολογιστικής-αναπαραστατικής θεωρίας του νου) (Lachman et al, 1979· Thagard, 2005). Στην περίπτωση των νευρωνικών δικτύων στο επίκεντρο βρίσκεται ο τρόπος που συνδέονται και επικοινωνούν οι νευρώνες μεταξύ τους, ενώ οι επιστημολογικές προεκτάσεις της θεωρίας σχετίζονται με την ανάδυση ενός νέου συνδετισμού (connectionism). Όμως το παράδειγμα του νέου συνδετισμού εμφανίζεται στο πεδίο της γνωσιακής επιστήμης, συγκεκριμένα στη διασταύρωση των νευροεπιστημών και της ΤΝ, όπου η υπολογιστική δραστηριότητα του εγκεφάλου καθίσταται πλέον ερευνητικό αντικείμενο (Schwartz, 1988). Η κεντρική ιδέα εδώ είναι η μετατόπιση της έρευνας από τον νου στον εγκέφαλο και η αναγωγιστική υλιστική θέση που συνοδεύει αυτή τη μετάβαση αποκτά καθοριστική σημασία. Όπως εξηγεί ο γνωστικός ψυχολόγος Neisser (Neisser, 2014), παραδοσιακά η γνωστική ψυχολογία δεν επικεντρώθηκε στις νευροφυσιολογικές πτυχές της γνωστικής ικανότητας. Κατά συνέπεια η ριζοσπαστικοποίηση που επιτελείται από την εμφάνιση και κυριαρχία της θεωρίας των νευρωνικών δικτύων μπορεί να γίνει πλήρως αντιληπτή μόνο αν ληφθεί υπόψη ο εξοβελισμός της ψυχολογίας από τη συζήτηση για την εκμηχάνιση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αν στην πρώτη περίοδο της ΤΝ, όταν κυριαρχούσε η συμβολική ΤΝ, η ψυχολογία ακολούθησε το παράδειγμα της επεξεργασίας πληροφοριών επιτυγχάνοντας την ίδρυση του υποπεδίου της γνωστικής ψυχολογίας, τίθεται το ερώτημα αναφορικά με τον ρόλο της ψυχολογίας στη δεύτερη περίοδο. Όταν, δηλαδή, η θεωρία των νευρωνικών δικτύων και το μοντέλο παράλληλης-κατανεμημένης επεξεργασίας άνθισαν και κυριάρχησαν, τι είδους αλλαγές επέφερε στην ψυχολογία αυτή η θεωρητική ηγεμονία;

Ο συνδετισμός (connectionism) μπορεί να οριστεί ως η υπολογιστική θεωρία των νευρωνικών δικτύων. Ως προσέγγιση εμφανίστηκε στο πλαίσιο της γνωσιακής επιστήμης και αφορά στην εξήγηση της γνωστικής ικανότητας αξιοποιώντας τις ιδιότητες των τεχνητών (τυπικών) νευρωνικών δικτύων, δηλαδή απλοποιημένων μοντέλων του εγκεφάλου.

Η υπόθεσή είναι πως ό,τι δεν κατάφεραν οι Newell, Shaw και Simon δηλώνοντας την εκ νέου αντικατάσταση των ψυχολογικών θεωριών από προγράμματα υπολογιστών, το πέτυχαν οι υποστηρικτές του συνδετισμού εξαλείφοντας την έννοια του νου και εμμένοντας στην αναγωγιστική νατουραλιστική θεώρηση της μεθοδολογικής κυριαρχίας του εγκεφάλου στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Αυτό δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι οι προσεγγίσεις αυτές διατυπώθηκαν από ψυχολόγους: ψυχολόγους εμπνευσμένους από την κυβερνητική (όπως ο McCulloch), από τη γνωσιακή επανάσταση (όπως ο Rosenblatt) και από τις εξελίξεις στην ΤΝ (όπως οι McClelland και Rumelhart). Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό δεν αφορά άμεσα την ψυχολογία· δηλαδή ότι η ψυχολογία ως ένα διακριτό, ετερογενές, επιστημονικό πεδίο δεν μπορεί να επηρεαστεί από αυτές τις εξελίξεις. Όμως η διακήρυξη των McCulloch και Pitt για μια προσέγγιση όπου κάθε ψυχολογικό φαινόμενο θα περιγράφεται στις θεμελιώδεις σχέσεις της προτασιακής λογικής, καθιστώντας το νου λιγότερο πνευματικό (McCulloch & Pitts, 1943), εκπληρώθηκε με την επίδραση του νέου συνδετισμού.

Ο συνδετισμός υποστηρίχθηκε επίσης από τον εξαλειπτικό υλισμό (eliminative materialism) στο πλαίσιο της θεμελίωσης της γνωσιακής επιστήμης. Σύμφωνα με τον εξαλειπτικό υλισμό, η μελέτη κάθε πτυχής της δραστηριότητας του υποκειμένου μπορεί να αναχθεί εξ ολοκλήρου στη μελέτη της εγκεφαλικής δραστηριότητας και στη συνακόλουθη υπολογιστική θεωρία του εγκεφάλου (Churchland, 1981· Churchland & Sejnowski, 1992). Τούτων δοθέντων η συζήτηση αναφορικά με την κρίση της ψυχολογίας, τον ρόλο της θεωρίας της πληροφορίας στην επίλυση των επιστημολογικών προβλημάτων της ψυχολογίας και τον αντίκτυπο της γνωσιακής επανάστασης αποκτούν μια νέα διάσταση: οι ανώτερες νοητικές λειτουργίες μπορούν να απεκδυθούν του μυστικιστικού τους χαρακτήρα και να μελετηθούν επιστημονικά μόνο εξετάζοντας την υπολογιστική τους φύση. Αυτό συνεπάγεται την αντικατάσταση της ψυχολογίας από την τεχνητή νοημοσύνη, μια κίνηση που διακηρύχθηκε από τους Newell και Simon, McCulloch και Pitts –και επετεύχθη με τον νέο συνδετισμό.

Υπό το πρίσμα αυτής της ανάλυσης εξηγείται και η απουσία ενός υποπεδίου που να σχετίζεται με τη θεωρία της ΤΝ για τα νευρωνικά δίκτυα στην ψυχολογία. Το παράδειγμα της επεξεργασίας πληροφοριών έδωσε στην ψυχολογία το πολυπόθητο υποπεδίο της γνωστικής ψυχολογίας. Το παράδειγμα των νευρωνικών δικτύων δεν θα μπορούσε να δώσει στην ψυχολογία ένα ξεχωριστό υποπεδίο εξαιτίας της κυριαρχίας του νέου συνδετισμού στην εξέταση των ανώτερων νοητικών λειτουργιών. Στη συνέχεια την έρευνα ανέλαβαν η γνωσιακή επιστήμη, η γνωσιακή νευροεπιστήμη, η τεχνητή νοημοσύνη και άλλα παρόμοια πεδία. Η ψυχολογία –ως διακριτός επιστημονικός κλάδος– δεν συμμετείχε πλέον στη συζήτηση για την εκμηχάνιση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο, αν και διαισθητικά κατανοούμε τη σχέση μεταξύ ψυχολογίας και ΤΝ, όταν πρόκειται να περιγράψουμε με ακρίβεια τη σχέση τους, τα δάνεια μεταξύ τους, τις διασυνδέσεις τους και την αλληλεπίδρασή τους, σπάνια έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα· το μόνο που έχουμε είναι αποσπασματικές πληροφορίες. Έχοντας κατά νου τις δηλώσεις των πρωτοπόρων της ΤΝ –και εκείνες των κυβερνητιστών που επέδρασαν στην εξέλιξη της ΤΝ– σχετικά με τον ανώφελο χαρακτήρα της ψυχολογίας σε μια συζήτηση για τον νου και την ικανότητα των προγραμμάτων και των θεωριών της ΤΝ να εξηγούν και να προβλέπουν τη συμπεριφορά και τη νόηση του υποκειμένου, τι θα μπορούσαμε να πούμε για την τύχη της ψυχολογίας; Το τελευταίο κομμάτι του παζλ συμπληρώνεται από την υπόθεση ότι οι φιλοδοξίες της ΤΝ και ο βαθύτερος στόχος της ήταν να αντικαταστήσει την ψυχολογία. Αλλά αυτή η ιδέα απαιτεί περαιτέρω εξέταση για την αξιολόγηση των δυνατοτήτων μιας τέτοιας αντικατάστασης καθώς και των συνεπειών της.

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (;) ΤΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

Η αντικατάσταση της ψυχολογίας από την ΤΝ περιγράφεται έμμεσα στην ανάλυση των βιολόγων Reeke και Edelman στο περιοδικό Daedalus στην ειδική έκδοση για την ΤΝ το 1988. Ήταν μια εποχή που το πεδίο φαινόταν να βρίσκεται σε κρίση, δεδομένου του περιορισμού της χρηματοδότησης (συγκριτικά με ό,τι επικρατούσε μεταξύ 1960-1980) και των θεωρητικών εξελίξεων στα νευρωνικά δίκτυα (Nilsson, 2010). Παρ’ ότι οι συγγραφείς δεν αναφέρουν συγκεκριμένα την αντικατάσταση, διαγιγνώσκουν ορισμένα χαρακτηριστικά της ΤΝ που συνηγορούν υπέρ αυτής. Περιγράφουν πώς τα προβλήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των θεωριών στην ΤΝ αντιμετωπίστηκαν με αυτό που αποκαλούν «κοιτάζοντας πλαγίως της βιολογίας» ή «την προσέγγιση του φυσικού [επιστήμονα] στα νευρωνικά δίκτυα» (Reeke & Edelman, 1988: 144). Αυτή η προτίμηση των επιστημών του τεχνητού έναντι των επιστημών της ζωής κατά τη μοντελοποίηση ενός ζωντανού οργανισμού είναι ένα από τα βασικά σημεία που συμβάλλουν στην υποβάθμιση της ψυχολογίας και ωθούν στην αντικατάστασή της. Επιπλέον, οι Reeke και Edelman εστιάζουν στο άλμα που κάνει η ΤΝ από τα νευρωνικά δίκτυα στη βιολογική τους διάσταση στα νευρωνικά δίκτυα ως συστήματα επεξεργασίας πληροφοριών, η ανάλυση των οποίων μπορεί να είναι χρήσιμη για τη σκιαγράφηση της ιδιαίτερης θεώρησης του ανθρώπου που αναπτύσσει η ΤΝ.

Λέμε ότι τα συνδετιστικά μοντέλα «κοιτάζουν πλαγίως της βιολογίας» επειδή αντλούν την έμπνευσή τους και μεγάλο μέρος της ορολογίας τους από τα νευρωνικά δίκτυα στους ζωντανούς οργανισμούς, αλλά δεν είναι μοντέλα νευρωνικών δικτύων (ούτε σκοπεύουν να είναι). Αναζητώντας την απλότητα, οι φυσικοί δεν είναι προετοιμασμένοι να ασχοληθούν με συστήματα των οποίων η θεμελιώδης πτυχή έγκειται στη μεταβλητότητα και όχι στην κανονικότητα. Στην προσπάθεια να βρεθεί κανονικότητα στα βιολογικά συστήματα, έχουν εισαχθεί πολλά χαρακτηριστικά στην προσομοίωσή τους σε συνδετιστικά συστήματα, τα οποία [χαρακτηριστικά] είναι εντελώς αντι-βιολογικά (Reeke & Edelman, 1988: 152).

Αλλά, ας σκεφτούμε το ερώτημα: Μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να αντικαταστήσει την ψυχολογία; Από τη σκοπιά της τεχνητής νοημοσύνης, φαίνεται ότι η απάντηση είναι θετική. Όλες οι πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας ανάγονται στην εγκεφαλική δραστηριότητα και με βάση το παράδειγμα του εγκεφάλου-υπολογιστή παράγουμε τη θεωρία των ανώτερων νοητικών λειτουργιών. Αλλά η ιδέα της αντικατάστασης της ψυχολογίας δεν συλλαμβάνει την ψυχολογία ως ένα ετερογενές, «πολυπαραδειγματικό» πεδίο, όπως υποστηρίζουν πολλοί θεωρητικοί (βλ. για παράδειγμα, Drob, 2003· Goertzen, 2008· Staats, 1999· Tolman & Lemery, 1990). Η διατύπωση τέτοιου είδους μεγαλεπήβολων προτάσεων μικρή σχέση έχει με την πραγματικότητα της ποικιλομορφίας της ψυχολογίας και της ιστορίας της.

Εξετάζοντας την υπόθεση που εκφράζεται στις φιλοδοξίες της ΤΝ να αντικαταστήσει την ψυχολογία, τους πιθανούς τρόπους επίτευξής της και τις συνθήκες που ευνοούν αυτού του είδους την αντικατάσταση, μπορεί να εξεταστεί και η επιρροή της ΤΝ στην εφαρμοσμένη ψυχολογία. Δεδομένου ότι εξέχουσες προσωπικότητες της ΤΝ δήλωσαν ότι με το έργο τους μπορεί να επιτευχθεί η αντικατάσταση της ψυχολογίας ως μελέτη της γνωστικής ικανότητας, καθίσταται σαφές ότι η ψυχολογία αποτελούσε κατεξοχήν το πλαίσιο εντός του οποίου εμφανίζονταν οι απόπειρες κατανόησης της γνωστικής ικανότητας. Όμως, η ψυχολογία δεν θα μπορούσε και δεν θα έπρεπε να νοηθεί μόνο ως θεωρία –πολλώ δε μάλλον ως μία ενιαία θεωρία– των ανώτερων νοητικών λειτουργιών. Η ψυχολογία έχει έναν εφαρμοσμένο χαρακτήρα ο οποίος δεν μπορεί να εξαντληθεί σε εργαστηριακά πειράματα, όπως αυτά που είναι γνωστά από τη γνωστική ψυχολογία ή τον συμπεριφορισμό (πεδία που σχετίζονται περισσότερο με το πεδίο της ΤΝ). Φυσικά, αυτά έχουν συμβάλει πολλαπλώς στο πεδίο· όμως η ψυχολογία είναι επίσης βαθιά συνδεδεμένη με τις εφαρμογές της και την κλινική πρακτική (ψυχοθεραπεία, κλινική ψυχολογία, εφαρμοσμένη εκπαιδευτική ψυχολογία κ.λπ.). Αυτοί οι τομείς που είναι εξαιρετικά σημαντικοί για την ιστορία της ψυχολογίας και τη διαμόρφωση της θεωρίας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της επίδρασης της ΤΝ. Η σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι από την ψυχανάλυση και την ψυχοθεραπεία μέχρι την κλινική και την εκπαιδευτική ψυχολογία οι θεωρίες που αναπτύσσονται δεν είναι άσχετες από την εφαρμογή τους. Πάντα υπήρχε μια αλληλεπίδραση, μια διαδικασία ανατροφοδότησης μεταξύ των θεωριών και της αξιολόγησης της εφαρμογής τους. Δεδομένων των προαναφερθέντων μπορεί να τεθεί το ερώτημα: είναι η ΤΝ σε θέση να επηρεάσει συνολικά το ευρύτερο πλαίσιο αλληλεπιδράσεων εντός του πεδίου; Για παράδειγμα, είναι δυνατόν η ΤΝ να επηρεάσει την κλινική ψυχολογία, της οποίας το αντικείμενο είναι η ψυχοπαθολογία –και όχι η βέλτιστη ανθρώπινη γνωστική ικανότητα, όπως αυτή της ΤΝ;

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στην προσπάθειά μας να εξετάσουμε τις διασυνδέσεις μεταξύ ψυχολογίας και ΤΝ υπό το πρίσμα της φιλοδοξίας της ΤΝ να αντικαταστήσει την ψυχολογία, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ιστορία και η επιστημολογία της ψυχολογίας ήταν ανέκαθεν περίπλοκη. Το γεγονός ότι η ψυχολογία βρίσκεται στο σταυροδρόμι των κοινωνικών και φυσικών επιστημών δεν θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί σαφέστερα απ’ ότι στην εξέταση της σχέσης της με την ΤΝ. Όμως, παρά την περίπλοκη ιστορία και εξέλιξη της ψυχολογίας, καθώς και την κριτική που βασίζεται στην αοριστία ή την αμφισβήτηση της χρησιμότητάς της, θα πρέπει να έχουμε κατά νου τη εξαιρετική ιδέα ενός εκ των επιφανέστερων ψυχαναλυτών για την φύση και το status της ψυχολογίας, του Carl Jung. Όταν ο Jung ρωτήθηκε για το μέλλον της ψυχολογίας, δήλωσε ότι «χρειαζόμαστε περισσότερη ψυχολογία, χρειαζόμαστε περισσότερη κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, διότι ο μόνος πραγματικός κίνδυνος που υπάρχει είναι ο ίδιος ο άνθρωπος» (Jung, 1959). Στην εποχή της ΤΝ, όπου η επιστήμη καθίσταται παραγωγική δύναμη (Πατέλης, 2019· Παυλίδης, 2012) και ο άνθρωπος βρίσκεται και στις δύο πλευρές της τραμπάλας (από τη μία ως το άτομο που ερευνά και διατυπώνει θεωρίες και από την άλλη ως το άτομο που μελετάται για να διατυπωθούν οι θεωρίες) η δήλωση αυτή φαίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Η Συντακτική Επιτροπή του InS ευχαριστεί θερμά τον εικαστικό Γιώργο Βασιλείου, από τη Σαλαμίνα, που μας παραχώρησε την φωτογραφία από τον πίνακά του με τίτλο “Συλλέγοντας το απόσταγμα ( πεμπτουσία) της ζωής” για την κεντρική εικόνα του άρθρου. Ο Γ. Βασιλείου είναι εισηγητής και δημιουργός του Υπερβατικού Σουρεαλισμού στις εικαστικές τέχνες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πατέλης, Δ., 2019. Έρευνα, τεχνολογία και η προοπτική ενοποίησης της ανθρωπότητας. Αθήνα: ΚΨΜ.
Παυλίδης, Π., 2012. Η γνώση στη διαλεκτική της κοινωνικής εξέλιξης. Αθήνα: Επίκεντρο.
Chalmers, D., 1995. On implementing a computation. Minds and Machines, 4, pp. 391-402. https://doi.org/10.1007/bf00974166
Churchland, P., 1981. Eliminative materialism and the propositional attitudes. Journal of Philosophy, 78(2), 67-90. https://doi.org/10.2307/2025900
Churchland, P. & Churchland, P., 1990. Could a machine think?. Scientific American, 262(1), 32-37. https://doi.org/10.1038/scientificamerican0190-32
Churchland, P. & Sejnowski, T., 1992. The computational brain. Massachusetts: MIT Press.
Drob, S., 2003. Fragmentation in contemporary psychology: A dialectical solution. Journal of Humanistic Psychology, 43(4), 102-123. https://doi.org/10.1177/0022167803257110
Goertzen, J., 2008. On the possibility of unification: The reality and nature of the crisis in psychology. Theory & Psychology, 18(6), 829-852. https://doi.org/10.1177/09593543080972
Jung, C., 1959. Face to face [Interview] (October 1959). https://www.youtube.com/watch?v=2AMu-G51yTY&list=PLuyJdbBL2WAkLIwpzmGK8gvKumPhoutjE&index=3&t=5s
Kline, R., 2011. Cybernetics, automata studies, and the Dartmouth Conference. IEEE Annals of the History of Computing, 33(4), 5-16. http://doi.org/10.1109/MAHC.2010.44
Lachman, R., Lachman, J. L. & Butterfield , E., 1979. Cognitive psychology and information processing. Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaum Associates.
McCarthy, J., Minsky, M., Rochester, N. & Shannon, C., 2006. A proposal for the Dartmouth summer research project on artificial intelligence, August 31, 1955. AI Magazine, 27(4), 12-14. https://doi.org/10.1609/aimag.v27i4.1904
McClelland, J., Rumelhart, D. & The PDP Research Group, 1986. Parallel distributed processing: Explorations in the microstructures of cognition. Massachusetts: MIT Press.
McCulloch, W. & Pitts, W., 1943. A logical calculus of the ideas immanent in nervous activity. Bulletin of Mathematical Biophysics, 5, 115-133. http://doi.org/10.1007/bf02478259
Mülberger, A. & Sturm, T., 2012. Crisis discussions in psychology: New historical and philosophical perspectives. Studies in the History and Philosophy of Biological and Biomedical Studies, 43, pp. 425-433. http://doi.org/10.1016/j.shpsc.2011.11.001
Neisser, U., 2014. Cognitive psychology. New York: Psychology Press.
Newell, A., Shaw, J. & Simon, H., 1958. Elements of a theory of human problem solving. Psychological Review, 65(3), 151-166. http://doi.org/10.1037/h0048495
Newell, A. & Simon, H., 1972. Human problem solving. Englewood Cliffs, N.J.: Prentice-Hall.
Nilsson, N., 2010. The quest for artificial intelligence. Cambridge: Cambridge University Press.
Norvig, P. & Russell, S., 2021. Artificial intelligence. 4th ed. Harlow: Pearson.
Putnam, H., 1960. Minds and machines. In: S. Hook, ed. Dimensions of mind. New York: New York University Press, 20-33. http://doi.org/10.2307/2271581
Reeke, G. & Edelman, G., 1988. Real brains and artificial intelligence. Daedalus, 117(1), 143-173.
Rosenblatt, F., 1958. The perceptron: A probabilistic model for information storage and organization in the brain. Psychological review, 65(6), 386-408. https://doi.org/10.1037/h0042519
Schwartz, J., 1988. The new connectionism: Developing relationships between Neuroscience and artificial intelligence. Daedalus, 117(1), 123-141.
Selfridge, O., 1959. Pandemonium: A paradigm for learning. In: D. Blake & A. Uttley, eds. Proceedings of the Symposium on Mechanisation of Thought Processes. London: Her Majesty’s Stationery Office, 511-529.
Staats, A., 1999. Unifying psychology requires new infrastracture, theory, method, and a research agenda. Review of General Psychology, 3(1), 3-13. https://doi.org/10.1037/1089-2680.3.1.
Thagard, P., 2005. Mind. Massachusetts: MIT Press.
Tolman, C. & Lemery, C., 1990. How to reconcile theoretical differences in psychology. New Ideas in Psychology, 8(3), 397-402. https://doi.org/10.1016/0732-118X(94)90027-2
Wiener, N., 1948. Cybernetics, or control and communication in the animal and the machine. Cambridge, Massachusetts: MIT Press.

Η Νικόλ Σαρλά είναι ψυχολόγος, εκπαιδευόμενη συστημική ψυχοθεραπεύτρια και υποψήφια Δρ. Κοινωνικής Θεωρίας του Ψηφιακού. Η διατριβή της με θέμα «Πληροφορία, υπολογισμός και οι μεταμορφώσεις της ψυχολογίας στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Από την επιστημονική μελέτη των νοητικών φαινομένων στην τεχνητή νοημοσύνη» αποτελεί συνέχεια της μεταπτυχιακής της εργασίας στο πλαίσιο του ΠΜΣ Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, με θεματική «Η εξορία της συνείδησης: Η σύμπραξη  κυβερνητικής και ψυχολογίας, 1946-1953». Το ενδιαφέρον της για τη σχέση κυβερνητικής και ψυχολογίας την οδήγησε να εκπαιδευτεί ως συστημική ψυχοθεραπεύτρια. Στόχος της είναι η σύνδεση των σημαντικών θεωρητικών ζητημάτων της ψυχολογίας με την κλινική πρακτική. Εργάζεται ως ερευνήτρια για την ηθική και ακεραιότητα της έρευνας στο ΕΜΠ και διατηρεί γραφείο ως ψυχοθεραπεύτρια στην Αθήνα.

Νικόλ Σαρλά

Η Νικόλ Σαρλά είναι ψυχολόγος, εκπαιδευόμενη συστημική ψυχοθεραπεύτρια και υποψήφια Δρ. Κοινωνικής Θεωρίας του Ψηφιακού. Η διατριβή της με θέμα «Πληροφορία, υπολογισμός και οι μεταμορφώσεις της ψυχολογίας στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Από την επιστημονική μελέτη των νοητικών φαινομένων στην τεχνητή νοημοσύνη» αποτελεί συνέχεια της μεταπτυχιακής της εργασίας στο πλαίσιο του ΠΜΣ Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, με θεματική «Η εξορία της συνείδησης: Η σύμπραξη κυβερνητικής και ψυχολογίας, 1946-1953». Το ενδιαφέρον της για τη σχέση κυβερνητικής και ψυχολογίας την οδήγησε να εκπαιδευτεί ως συστημική ψυχοθεραπεύτρια. Στόχος της είναι η σύνδεση των σημαντικών θεωρητικών ζητημάτων της ψυχολογίας με την κλινική πρακτική. Εργάζεται ως ερευνήτρια για την ηθική και ακεραιότητα της έρευνας στο ΕΜΠ και διατηρεί γραφείο ως ψυχοθεραπεύτρια στην Αθήνα.

Leave a Reply